Ο Λουαρσάμπ,γεωργιανά: ლუარსაბი, (απεβ. το 1652) ήταν μέλος της δυναστείας των Μπαγκρατιόνι τού Κάρτλι, δισεγγονός τού βασιλιά Λουαρσάμπ Α΄ και συγγενής τού άτεκνου βασιλιά Ροστόμ, ο οποίος τον υιοθέτησε και τον έκανε κληρονομικό διάδοχο το 1639. Ο Λουαρσάμπ νυμφεύτηκε επίσης την ανιψιά τού Ροστόμ, από την οποία απέκτησε έναν γιο. Ο Λουαρσάμπ σκοτώθηκε, ενώ βρισκόταν σε κυνήγι. Αμέσως έγινε υποψία για ανθρωποκτονία: o ύποπτος δικάστηκε με μονομαχία και τραυματίστηκε, αλλά αθωώθηκε λόγω του ότι ήταν νικητής στη μονομαχία.
Καταγωγή
Ήταν γιος τού πρίγκιπα Τεϊμουράζ-Μιρζά τού Κάρτλι (άκμασε 1600) και της συζύγου του, ανώνυμης κόρης τού πρίγκιπα Δαβίδ Μπαγκρατιόν-Νταβιτισβίλι. Είχε έναν αδελφό, τον Βαχτάνγκ (Ροστόμ-Μιρζά, απεβ. 1655). Ήταν γόνος και των τριών βασιλικών κλάδων της δυναστείας των Μπαγκρατιόνι. Μέσω τού πατέρα του, ο Λουαρσάμπ ήταν δισεγγονός τού βασιλιά Λουαρσάμπ Α΄ τού Κάρτλι και, μέσω της μητέρας του, καταγόταν από τον κλάδο τού Καχέτι και τον κλάδο τού Ιμερέτι της βασιλικής οικογένειας των Μπαγκρατιόνι. Ο Γεωργιανός χρονικογράφος του 18ου αι., πρίγκιπας Βαχούστι, προσδιορίζει λανθασμένα τον Λουαρσάμπ ως «γιο τού Βαχτάνγκ, γιου τού βασιλιά Σίμωνα Α΄», ο οποίος ήταν γιος τού Λουαρσάμπ Α΄. [1] Αυτή η γενεαλογία έχει γίνει αποδεκτή από ορισμένους σύγχρονους μελετητές, όπως ο Κύριλ Τουμάνοφ. [2]
Βιογραφία
Ο Λουαρσάμπ ήταν μουσουλμάνος, ζούσε στο Ισπαχάν, την πρωτεύουσα των Ιρανών Σαφαβιδών. Το 1639 υιοθετήθηκε και ορίστηκε διάδοχος τού θρόνου τού Κάρτλι από τον πρώτο εξάδελφο τού πατέρα του, τον έμπειρο βασιλιά Ροστόμ, ο οποίος δεν είχε δικά του παιδιά. Με την έγκριση τού σάχη, ο Λουαρσάμπ μεταφέρθηκε στο Κάρτλι, αλλά οι εντόπιοι ευγενείς δυσανασχετούσαν με έναν ακόμη μορφωμένο στην Περσία Βαγκρατίδη. [3] Ο Λουαρσάμπ τραυματίστηκε θανάσιμα από σφαίρα, ενώ βρισκόταν σε κυνήγι στο άλσος Καράια και απεβίωσε παρουσία τού θρηνούντος Ροστόμ. Τα λείψανα τού πρίγκιπα ενταφιάστηκαν στο Αρνταμπίλ. [1]
Ο πρίγκιπας Λουαρσάμπ νυμφεύτηκε την Ταμάρ, κόρη τού πρίγκιπα Aδάμ-Σουλτάν Aντρονικασβίλι, μέλος της επίλεκτης φρουράς (ghulam) το;y σάχη, [4] από μ;iα ανώνυμη πριγκίπισσα, ετεροθαλή αδελφή τού βασιλιά Ροστόμ. Αν και ο πρίγκιπας Βαχούστι ισχυρίζεται ότι με το τέλος τού Λουαρσάμπ «η γραμμή τού μεγάλου βασιλιά Λουαρσάμπ εξαφανίστηκε», [1]
Υστεροφημία
Ο Ροστόμ υποψιάστηκε ότι το τέλος τού διαδόχου του δεν ήταν ατύχημα και ζήτησε έρευνα από το Ισπαχάν, αλλά τίποτε δεν προέκυψε από αυτό, καθώς η κυβέρνηση τού σάχη ήταν απασχολημένη με τον πόλεμο στην Κανταχάρ. Εν τω μεταξύ, ο πρίγκιπας Σιός Μπαρατασβίλι κατήγγειλε τον πρίγκιπα Μπαϊντούρ Tουμανισβίλι ως πιθανό δολοφόνο και τον έβαλε να δικαστεί δημόσια με μονομαχία στην Τιφλίδα. Ο Tουμανισβίλι τραυματίστηκε, αλλά κέρδισε τη μονομαχία και έτσι αθωώθηκε. Ο Μπαρατασβίλι, επίσης τραυματισμένος και ηττημένος, οδηγήθηκε στη φυλακή από τον Ροστόμ, αλλά αργότερα τού δόθηκε χάρη και, σύμφωνα με το Γεωργιανό Χρονικό του Παρισιού του 18ου αι., ο πρίγκιπας Λουαρσάμπ «παρέμεινε χωρίς εκδίκηση». [1]
Μετά την απώλεια τού διαδόχου του, ο Ροστόμ σκόπευε να υιοθετήσει τον αδελφό τού αποβιώσαντος πρίγκιπα Λουαρσάμπ, τον Βαχτάνγκ και, προς θλίψη πολλών Γεωργιανών, να τού δώσει τη χήρα τού Λουαρσάμπ σε γάμο. Ο Βαχτάνγκ, που υπηρετούσε τον σάχη ως έπαρχος τού Καζβίν και έχοντας μπροστά του το παράδειγμα τού αδελφού του, ήταν απρόθυμος. Φτάνοντας στο Ισπαχάν το 1655, ο απεσταλμένος τού Ροστόμ, Μπαχούταπρίγκιπας τού Μουχράνι, βρήκε τον πρίγκιπα Βαχτάνγκ ήδη νεκρό από ασθένεια. Μέσα σε τρία χρόνια, ο πρίγκιπας τού Μουχράνι θα γινόταν η νέα επιλογή τού Ροστόμ ως διαδόχου και θα τον διαδεχόταν στον θρόνο τού Καρτλί ως Βαχτάνγκ Ε΄ [1].
↑Toumanoff, Cyrille (1990). Les dynasties de la Caucasie Chrétienne: de l'Antiquité jusqu'au XIXe siècle: tables généalogiques et chronologique (στα French). Rome. σελίδες 141–142, 526.CS1 maint: Μη αναγνωρίσιμη γλώσσα (link)