Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές.Βοηθήστε συνδέοντας το κείμενο με τις πηγές χρησιμοποιώντας παραπομπές, ώστε να είναι επαληθεύσιμο.
Το πρότυπο τοποθετήθηκε χωρίς ημερομηνία. Για τη σημερινή ημερομηνία χρησιμοποιήστε: {{χωρίς παραπομπές|21|12|2024}}
Η λευκωματίνη, η οποία ονομάζεται και αλβουμίνη (επίσης αλμπουμίνη, από το λατ.albus, «λευκός»), αναφέρεται γενικότερα σε οποιαδήποτε υδατοδιαλυτήπρωτεΐνη, η οποία έχει μέτρια διαλυτότητα σε συμπυκνωμένα αλατούχα διαλύματα και υφίσταται θερμική πήξη. Ουσίες που περιέχουν λευκωματίνη, όπως το ασπράδι του αυγού, ονομάζονται λευκωματοειδή (αλβουμινοειδή).
Ορός λευκωματίνης
Ο πιο γνωστός τύπος λευκωματίνης είναι η λευκωματίνη του ορού —συνηθέστερα αποκαλείται απλά λευκωματίνη— που βρίσκεται στο αίμα και παράγεται από το συκώτι. Η λευκωματίνη του ορού είναι η πρωτεΐνη που βρίσκεται στη μεγαλύτερη ποσότητα στο πλάσμα του αίματος στον άνθρωπο και στα θηλαστικά. Ο ανθρώπινος ορός λευκωματίνης αποτελεί το 60 τοις εκατό των πρωτεϊνών του πλάσματος αίματος, ενώ όλες οι υπόλοιπες πρωτεΐνες που περιέχονται στο πλάσμα του αίματος ονομάζονται συνολικά σφαιρίνες.
Η λευκωματίνη επιτρέπει, μεταξύ άλλων, τη διατήρηση της οσμωτικής πίεσης που απαιτείται για τη διανομή των σωματικών υγρών μεταξύ των ενδοαγγειακών τμημάτων και των ιστών του σώματος.
Άλλες χρήσεις
Η λευκωματίνη χρησιμοποιείται μεταξύ άλλων στη βιομηχανία τροφίμων, ειδικά στη ζαχαροπλαστική.