Οι Λίγυρες ήταν αρχαίος λαός που κατοικούσε στην Λιγυρία, μια περιοχή στην σημερινή βορειοδυτική Ιταλία από την οποία πήρε το όνομα της.[1] Σε προ-ιστορικούς χρόνους οι Λίγυρες κατείχαν τις Ιταλικές περιφέρειεςΛιγυρία, Πεδεμόντιο, βόρεια Τοσκάνη, δυτική Λομβαρδία, ανατολική Εμίλια-Ρομάνια και βόρεια Σαρδηνία. Μερικοί ιστορικοί πιστεύουν ότι είχαν επεκταθεί τόσο πολύ στην Ιταλική χερσόνησο που είχαν φτάσει μέχρι την Σικελία.[2][3] Οι Λίγυρες είχαν επεκταθεί επιπλέον στις Γαλλικές επαρχίες Προβηγκία-Άλπεις-Κυανή Ακτή και Κορσική.[4][5][6][7] Είναι επιπλέον αποδεκτό ότι γύρω στο 2000 π.Χ. οι Λίγυρες κατείχαν ένα μεγάλο τμήμα της Καταλονίας στο βορειοανατολικό άκρο της Ιβηρικής.[8][9][10] Η καταγωγή των αρχαίων Λίγυρων είναι άγνωστη, δεν γνωρίζουμε πολλά στοιχεία για την γλώσσα τους, βασίζονται μόνο σε τοπωνύμια και επιγραφές από πολεμικές στήλες.[11][12] Η έλλειψη στοιχείων δεν μας επιτρέπει να τους εντάξουμε με σαφήνεια σε μία από τις μεγάλες γνωστές ομάδες όπως οι
Προϊνδοευρωπαϊκές γλώσσες ή οι Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες.[13][14] Χάρη στις επαφές και στην ισχυρή γλωσσική επίδραση με τους Κέλτες έμειναν ιστορικά γνωστοί ως Κελτο-Λίγυρες.[15]
Ιστορία
Προϊστορία
Η εξόρυξη του Χαλκού ξεκίνησε στην Λιγυρία από την 4η Χιλιετία π.Χ., τα πρώτα ορυχεία χρονολογούνται στο 3700 π.Χ., είναι τα αρχαιότερα σε ολόκληρη την δυτική Μεσόγειο. Στην Εποχή του Χαλκού βρέθηκαν στην Λιγυρία μεγάλος αριθμός από ανθρωπομορφικές στήλες και βραχογραφίες.[11][12]
Ο Πολιτισμός της Πολάδα με επίκεντρο την Μπρέσια στην Λομβαρδία επεκτάθηκε σε ολόκληρη την Κοιλάδα του Πάδου, το πρώτο μισό της 2ης Χιλιετίας π.Χ. έφτασαν στα ανατολικά μέχρι το Βένετο και την Εμίλια-Ρομάνια. Οι φορείς του πολιτισμού αυτού προέρχονται πιθανότατα σε μεταναστεύσεις από τα βόρεια, την νότια Γερμανία και την Ελβετία.[16] Η επίδραση τους ήταν έντονη τα πρώτα χρόνια της Εποχής του Χαλκού σε Λιγυρία, Ρομανία, την κοιλάδα του Ρήνου, την Κορσική και την Σαρδηνία όπου ήκμασε ο συγγενής Πολιτισμός του Μποννανάρο.[17][18][19] Υπάρχουν πολλές ομοιότητες με τον προηγούμενο πανευρωπαικό Πολιτισμό του Λάγυνου, όπως η χρήση του τόξου και η μεταλλουργεία. Ο προηγούμενος ωστόσο Πολιτισμός του Ρεμεντέλο που είχε ακμάσει στην βόρεια Ιταλία δεν έχει ομοιότητες με τους Πολάδα. Τα μπρούτζινα εργαλεία και τα όπλα που βρέθηκαν έδειξαν ότι υπήρχαν πολλές ομοιότητες με τον Πολιτισμό της Ουνέτιτσε και άλλες πολιτισμικές ομάδες που υπήρχαν παλιότερα βόρεια από τις Άλπεις.
Ο Μπερνάρ Σέρτζεντ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι Λίγυρες είναι διάδοχοι των Πολάδα που και αυτοί με την σειρά τους ήταν διάδοχοι των Ουνέτιτσε με την ίδια τέχνη, είχαν μακρινές σχέσεις και με τους Κέλτες.[20] Οι Λίγυρες εποίκησαν την Κοιλάδα του Πάδου (2000 π.Χ.), δεν άφησαν ωστόσο ίχνη, εμφανίστηκαν στην βορειοανατολική Αδριατική στα τέλη της Εποχής του Χαλκού.[21] Οι Λίγυρες έκτισαν τα πρώτα χωριά στην κοιλάδα του Πάδου με πασσάλους σε οριζόντιες σειρές, στήριζαν τις πλατφόρμες πάνω στις οποίες οικοδομούσαν τις οικείες και τα φράγματα, κληρονόμησαν πιθανότατα τον Πολιτισμό της Πολάδα.[22] Σύμφωνα με θρύλο η Μπρέσια και το Μπέργκαμο ιδρύθηκαν από τον Κύδνο, γενάρχη τον Λίγυρων.[23] Ο μύθος φαίνεται ότι είναι αληθινός, πρόσφατες ανασκαφές ανέδειξαν οικισμό που κατασκευάστηκε και κατοικήθηκε από τους Λίγυρες (1200 π.Χ.).[24] Σύμφωνα με άλλους ιστορικούς την Μπρέσια και το Μπέργκαμο ίδρυσαν οι Ετρούσκοι.[23][25]
Οι Πολιτισμοί του Κανεγκράτε και της Γκολαζέκας
Ο Πολιτισμός του Κανεγκράτε εμφανίζεται τον 13ο αιώνα π.Χ. με το πρώτο κύμα μετσνάστευσης από το βορινότερο τμήμα των Άλπεων στο δυτικό τμήμα της κοιλάδας του Πάδου ανάμεσα στην Λίμνη Ματζόρε και στην Λίμνη Κόμο. Οι νέοι μετανάστες έφεραν την αποτέφρωση που αντικατέστησε σταδιακά την Ταφή, μια πρώτο-Κέλτικη παρουσία ανιχνεύεται τον 16ο αιώνα π.Χ. Η βορειοδυτική Ιταλία παράγει διακοσμητικά χάλκινα αντικείμενα που συμπεριλαμβάνονται την ίδια εποχή στις δυτικές ομάδες του Πολιτισμού του Τύμβου. Οι φορείς του Πολιτισμού του Κανεγκράτε διατήρησαν περίπου έναν αιώνα την ομοιογένεια τους και στην συνέχεια αναμείχθηκαν με τους Λιγυρικούς πληθυσμούς και δημιούργησαν τον Πολιτισμό της Γκοζαλέκα.[26][27] Οι βασικότεροι εκπρόσωποι του ήταν οι Λεπόντιοι, οι Ορόμπι και διάφορες άλλες Κελτο-Λιγυρικές φυλές.[28][29][30]
Η πρώτη Ρωμαϊκή κατάκτηση
Η περιοχή της Γένοβας κατοικήθηκε από την 5η Χιλιετία π.Χ.[31] Οι ανασκαφές την περίοδο 1898-1910 έδειξαν ότι οι Λίγυρες που ζούσαν εκεί είχαν εμπορικές σχέσεις με τους Ετρούσκους και τους Έλληνες.[32][33] Ο πρώτος πυρήνας της πόλης του Μιλάνου το Oppidum ιδρύθηκε τον 5ο αιώνα π.Χ. στην κορυφή ενός λόφου που ονομάζεται σήμερα "Καστέλλο", βρίσκεται μέσα στην παλιά Μεσαιωνική πόλη.[34] Ο Θουκυδίδης έγραψε τον 5ο αιώνα π.Χ. ότι οι Λίγυρες έδιωξαν τους Σικανούς οι οποίοι ήταν Ίβηρες, προέρχονταν από τις όχθες του ποταμού Σικανού στην Ιβηρία.[35] Οι ανασκαφές στην Ιταλική Ριβιέρα και την Προβηγκία έδειξαν πολλές ταφές με επιδράσεις από τους Ετρούσκους και τους Κέλτες.[30] Οι Ρωμαίοι ήρθαν σε επαφή μαζί τους τους τον 3ο αιώνα π.Χ., είχαν δείξει ενδιαφέρον να κατακτήσουν την Γαλατία και την Ιβηρική, η Λιγυρία βρέθηκε ωστόσο στον δρόμο τους αφού είχε τον έλεγχο στον δρόμο για τις Άλπεις. Οι Ρωμαίοι προσπάθησαν να κερδίσουν την συμμαχία τους, μερικές φυλές όπως οι Γενουάτες το δέχτηκαν, άλλες το αρνήθηκαν. Οι εχθροπραξίες ξεκίνησαν (238 π.Χ.) όταν οι ΒόιοιΓαλάτες συμμάχησαν με τους Λίγυρες εναντίον των Ρωμαίων αλλά σύντομα η συμμαχία τους διαλύθηκε. Ο Ρωμαίος Κόιντος Φάβιος Μάξιμος ο Μελλητής έδιωξε τα Λιγυρικά πλοία από τις ακτές τους και απέκτησε πρόσβαση στον δρόμο για την Γαλατία (234 π.Χ.). Οι Ίνσουβροι που είχαν συνταχθεί εναντίον των Ρωμαίων κατέλαβαν το Καστέτζο (222 π.Χ.), το κατείχαν οι Αναμαρί, μιά Λιγυρική φυλή που είχε συμμαχήσει με τους Ρωμαίους (222 π.Χ.) Οι Ρωμαίοι βάδισαν εναντίον τους και τους νίκησαν στην "μάχη του Καστέτζο", κατέλαβαν την πρωτεύουσα των Ίνσουβρων Μεδιόλανα, σημερινό Μιλάνο, ενσωμάτωσαν όλη την Λιγυρία στην Ρωμαϊκή Δημοκρατία. Οι Ρωμαίοι ίδρυσαν κατόπιν την Πλακεντία στην περιοχή των Βόιων και την Κρεμόνα στην περιοχή των Ίνσουβρων.[36]
Καρχηδονιακοί πόλεμοι
Με την έκρηξη του Β΄ Καρχηδονιακού Πολέμου (218 π.Χ.) οι Λιγυρικές φυλές διχάστηκαν. Μερικές από αυτές στην Ιταλική Ριβιέρα και οι Απουανί συμμάχησαν με την Αρχαία Καρχηδόνα όταν έφτασαν τα στρατεύματα του Αννίβα στην βόρεια Ιταλία, στήριξαν σε αυτόν τις ελπίδες του να ελευθερωθούν από την Ρωμαική κυριαρχία. Άλλες Λιγυρικές φυλές όπως οι Γενουάτες, οι Μπαγιένι και οι Ταυρίνοι συμμάχησαν με την Αρχαία Ρώμη. Οι σύμμαχοι των Καρχηδόνων Λίγυρες συμμετείχαν στην Μάχη του ποταμού Τρεβία (218 π.Χ.) που νίκησαν οι Καρχηδόνιοι. Πολλοί Λίγυρες καταγράφονται στον στρατό του Χασντρουμπάλ (207 π.Χ.) στις προσπάθειες του να ενωθεί με τα στρατεύματα του αδελφού του Αννίβα. Στην πρωτεύουσα του Λιγυρικού φύλου Σάβο, σημερινή Σαβόνα έφτασε με τον στόλο του ο άλλος αδελφός του Αννίβα Μάγο Μπάρκα, ο στόχος του ήταν να διακόψει τους εμπορικούς δρόμους των Ρωμαίων στην Τυρρηνική θάλασσα όπου είχαν καταφύγει. Στα πρώτα στάδια του πολέμου οι Λιγυρικές φυλές που είχαν συμμαχήσει με τους Ρωμαίους υπέφεραν. Οι Ταυρινί βρέθηκαν στον δρόμο του Αννίβα καθώς έκανε προέλαση στην Ιταλία δέχτηκαν επίθεση (218 π.Χ.), είχαν συμμαχήσει μαζί του οι εχθροί τους Ίνσουβροι. Η πρωτεύουσα των Ταυρινί Ταυρασία, σημερινό Τορίνο καταλήφθηκε από τους Καρχηδόνιους ύστερα από τριήμερη πολιορκία.[37] Η Γένουα, σημερινή Γένοβα δέχτηκε επίθεση και λεηλατήθηκε από τα στρατεύματα του Μάγο Μπάρκα.[38] Με την λήξη του Β΄ Καρχηδονιακού Πολέμου, στην "μάχη του Ίνσοβρου" ο Μάγο Μπάρκα τραυματίστηκε θανάσιμα και πέθανε, η Γένουα οικοδομήθηκε την ίδια χρονιά. Τα Λιγυρικά στρατεύματα βρέθηκαν στην Μάχη της Ζάμας (202 π.Χ.) όπου η Καρχηδόνα ηττήθηκε και κατέρρευσε οριστικά σαν μεγάλη δύναμη.[39]
Η οριστική Ρωμαϊκή κατάκτηση
Οι Λίγυρες και οι Βόηοι σύμμαχοι τους επιτέθηκαν και κατέστρεψαν την Ρωμαϊκή αποικία της Πλακέντιας, με τον τρόπο αυτό απέκτησαν σημαντικό έλεγχο στην Κοιλάδα του Πάδου.[40] Την ίδια εποχή οι Ρωμαίοι βρέθηκαν σε πόλεμο με τους Απουανί, οι Ρωμαϊκές προσπάθειες ξεκίνησαν όταν έστειλαν δύο Προξενικούς στρατούς και έναν Ανθυπατικό στρατό εναντίον των Λίγυρων, οι πόλεμοι συνεχίστηκαν μέχρι την οριστική υποταγή τους (150 π.Χ.). Οι Ρωμαίοι έδιωξαν πολλούς ιθαγενείς και εγκαταστάθηκαν σαν νέοι έποικοι, την ίδια εποχή βρέθηκαν σε πόλεμο με τις Λιγυρικές φυλές στα βόρεια Απέννινα. Οι Λιγύροι ωστόσο δεν υποτάχθηκαν ολοκληρωτικά, συνέχισαν τις ταραχές και τις επαναστάσεις αναγκάζοντας τους Ρωμαίους σε νέες εκστρατείες. Οι Ίφφαυνοι υπέγραψαν ειρηνική συνθήκη με την Ρώμη (201 π.Χ.), λίγο αργότερα (197 π.Χ.) οι Ρωμαίοι ανέκτησαν τον έλεγχο στην Πλακέντια και τους υπέταξαν όλους. Την Γένοβα οικοδόμησε την ίδια χρονιά ο Ύπατος Σπούριος Λουκρήτιος Τρικιπτίνος. Μετά την νίκη τους επί της Καρχηδόνας οι Ρωμαίοι χρησιμοποίησαν την Γένοβα σαν βάση για να επιτεθούν στις Λιγυρικές φυλές της Καρχηδόνας (191 π.Χ. - 154 π.Χ.), συμμάχησαν για δεκαετίες με την Καρχηδόνα εναντίον τους. Σε δεύτερη περίοδο σύγκρουσης (197 π.Χ.-155 π.Χ.) οι Απουανί Λίγυρες εισήλθαν στα Απέννινα και τα χρησιμοποίησαν σαν βάση για περιοδικές λεηλασίες στους Ρωμαίους.
Οι Ρωμαίοι με την σειρά τους οργάνωσαν πολλές εκστρατείες με στόχο να υποτάξουν τους Λίγηρες, σε αυτές γιόρτασαν 15 θριάμβους και υπέφεραν από μιά τουλάχιστον σοβαρή ήττα. Η πρώτη εκστρατεία χρονολογείται το 193 π.Χ., ακολούθησαν και άλλες (191 π.Χ., 188 π.Χ. και 187 π.Χ.), ήταν όλες νικηφόρες αλλά όχι καθοριστικές. Σε εκστρατεία (186 π.Χ.) οι Ρωμαίοι δέχτηκαν σκληρό χτύπημα από τους τους Λίγυρες στην "πεδιάδα του Μάγκρα", έχασαν τουλάχιστον 4000 στρατιώτες, στην μάχη έπεσε και ο Ύπατος Κουίντους Μάρτιους. Η τοποθεσία που σκοτώθηκε ο Ύπατος δεν έχει διευκρινιστεί, βρισκόταν πιθανότατα κοντά στο Λούνι που ιδρύθηκε από τους Ρωμαίους, το όρος βρισκόταν σε σημαντική τοποθεσία από τον οποία είχε σε έλεγχο την κοιλάδα και την θάλασσα. Οι Ρωμαίοι ήθελαν ωστόσο να οριστικοποιήσουν με κάθε μέσο την ειρήνη στην Λιγυρία με στόχο να επεκτείνουν τις κατακτήσεις τους στην Γαλατία. Ο Ύπατος Πόπλιος Κορνήλιος Κέθηγος ξεκίνησε εκστρατεία με 36.000 στρατιώτες, ο στόχος του ήταν να τερματίσει την ανεξαρτησία της Λιγυρίας.
Οι Ρωμαίοι συνέτριψαν τους Απουανί Λίγυρες και μετέφεραν 40.000 αιχμαλώτους στο Σάμνιον (180 π.Χ.), την μετακίνηση ακολούθησε την επόμενη χρονιά μια μικρότερη με άλλους 7.000 αιχμαλώτους. Οι Απουανί ήταν από τις ελάχιστες περιπτώσεις που οι Ρωμαίοι προχώρησαν σε μαζική μεταφορά πληθυσμού, αργότερα (187 π.Χ.) άλλοι Απουανί παραδόθηκαν και αφομοιώθηκαν στον Ρωμαϊκό πολιτισμό.[41] Οι τελευταίες Λιγυρικές φυλές που αντιστάθηκαν στην Προβηγκία παραδόθηκαν και αυτές (124 π.Χ.).[42] Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος στο έργο του Φυσική ιστορία έγραψε ότι ο Οκταβιανός Αύγουστος μοίρασε τις Ιταλία σε 11 περιοχές, μία από αυτούς ήταν η Λιγυρία με πρωτεύουσα την Γένονα.[43] Στην Λιγυρία γεννήθηκε ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Περτίναξ (126 μ.Χ.)
Θεωρίες για την καταγωγή τους
Τον 19ο αιώνα η καταγωγή των Λίγυρων προκάλεσε το ενδιαφέρον σε πολλούς σχολιαστές. Ο Γάλλος ιστορικός και δημοσιογράφος Αμεντέ Τιερί έκανε σύνδεση της καταγωγής τους με τους Ίβηρες.[44] Ο ιστορικός της Βουργουνδίας με ειδικότητα στον Πολιτισμό των Κελτών Ντομινίκ-Φρανσουά-Λουί-Ροζέ διεκδίκησε την καταγωγή τους από τους Γαλάτες. Στην Εποχή του Σιδήρου η γλώσσα, οι θεότητες και η τέχνη των Λίγυρων δείχνουν έντονη επίδραση από τις αντίστοιχες των Κελτικών φυλών.[45] Ο καθηγητής των Γερμανικών αρχαιοτήτων στα Πανεπιστήμια του Κιελ και του Βερολίνου Καρλ Μίλενχοφ μελέτησε τα γραπτά που άφησε ο Αβιηνός, ένας Λατίνος ποιητής που έζησε τον 4ο αιώνα π.Χ. και χρησιμοποίησε στο έργο του έναν "Φοινικικό περίπλου" του 6ου αιώνα π.Χ.[46] Σύμφωνα με τα συμπεράσματα που κατέληξε το όνομα "Λίγυρες" αναφερόταν σε διάφορους πληθυσμούς που ζούσαν στην δυτική Ευρώπη όπως οι Κέλτες αλλά οι "αληθινοί Λίγυρες" ήταν πρωτο-Ινδοευρωπαικός πληθυσμός.
[47] Ο Ιταλός γεωλόγος και παλαιοντολόγος Αρτούρο Ίσσελ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι Λίγυρες ήταν απόγονοι των Κρομανιόν πληθυσμών που ζούσαν στην Μεσολιθική περίοδο.[48]
Ένας από αυτούς που υποστήριξαν την Ινδοευρωπαϊκή προέλευση των Λίγυρων ήταν ο Ερρίκος ντ΄Αρμπουά ένας Γάλλος ιστορικός που έζησε τον 19ο αιώνα. Στο έργο του "Οι πρώτοι κάτοικοι της Ευρώπης" (1877) έγραψε ότι οι Λίγυρες ήταν οι πρώτοι κάτοικοι της Ευρώπης που μιλούσαν την Ινδο-Ευρωπαική γλώσσα. Ασχολήθηκε με την μελέτη φιλολογικών και αρχαιολογικών εργασιών, τους συσχέτισε με τους Κελτο-Λίγυρες του Πολιτισμού του Φάνελμπικερ που "επεκτάθηκαν από τον πηρύνα τους σε όλη την κεντρική Ευρώπη".[49] Ο Τζούλιους Ποκόρνυ με την σειρά του δέχθηκε την Κελτο-Λιγυρική υπόθεση, ότι οι Λίγυρες και οι Ιλλυριοί ήταν συγγενείς, συσχέτισε μια σειρά από έθιμα στην ανατολική Ευρώπη, των "Κελτο-Ιλλυριών" με τον προϊστορικό Πολιτισμό των Τεφροδόχων.[50] Πολλοί ιστορικοί υποθέτουν ότι οι Λίγυρες αποτελούσαν το βόρειο τμήμα των Ιταλικών φυλών που ήταν πολύ διαφορετικοί από τους πρώτο-Ιταλούς. Ο "Λιγυρο-Σικανικός πολιτισμός" κυριαρχούσε σε ένα μεγάλο τμήμα της νότιας Ευρώπης από την Λιγυρία μέχρι την Σικελία και την Ιβηρία.[3] Την ίδια εποχή ζούσαν στην κεντρική Ιταλία οι Ετρούσκοι αλλά οι αρχαιολόγοι δεν βρίσκουν καμιά φυλετική ή πολιτιστική σύνδεση μεταξύ τους. Μερικοί ωστόσο όπως ο Ντομινίκ Γκαρσία προβληματίζονται γύρω από αυτό το θέμα και θεωρούν ότι υπάρχει μακρινή πολιτισμική σύνδεση ανάμεσα στους Λίγυρες και τους υπόλοιπους λαούς που κατοικούσαν στην Ιταλική χερσόνησο.[51][51]
Έθιμα
Οι Λίγυρες δεν δημιούργησαν ποτέ ένα κεντρικό κράτος, διαιρέθηκαν σε ανεξάρτητες φυλές γύρω από χωριά ή κάστρα, είχαν τον ρόλο της πρωτεύουσας ή των εμπορικών κέντρων. Η περιοχή της φυλής ήταν συνήθως δημόσια ιδιοκτησία, ένα μικρό ποσοστό γης νοικιαζόταν σε ιδιώτες με φόρο, οι κληρονομικές ιδιοκτησίες δημιουργήθηκαν στα μετέπειτα χρόνια του πολιτισμού. Μέσα στις φυλές επικρατούσε πνεύμα κοινής ιδιοκτησίας, η διαχείριση γινόταν σε κοινές συγκεντρώσεις όλων των πολιτών χωρίς ηγεσία. Ο βασιλιάς των Λιγυρικών φυλών δεν ήταν κληρονομικός αλλά προσωρινός με στόχο να οργανώσει την κοινωνία και να λύσει τα προβλήματα, η αριστοκρατική τάξη εμφανίστηκε τα τελευταία χρόνια. Δεν υπήρχαν φυλακισμένοι ή δούλοι στις Λιγυρικές κοινωνίες, οι αιχμάλωτοι σφαγιάζονταν ή θυσιάζονταν στους θεούς. Ο Διόδωρος Σικελιώτης έγραψε ότι οι γυναίκες συμμετείχαν σε όλες τις εργασίες μαζί με τους άνδρες.[52] Οι σημαντικότεροι τόποι λατρείας ήταν το Μόντε Μπέγκο και το Μόντε Μπέιγκουα, η λατρεία γινόταν με Μεγαλίθους. Τα Λιγυρικά μνημεία περιείχαν βραχογραφίες και ανθρωπομορφικά γλυπτά αντίστοιχα με αυτά που βρέθηκαν στην νότια Γαλλία και την Κορσική, η τέχνη μεταφέρθηκε ανατολικότερα.[30]
↑G. Frigerio, Il territorio comasco dall'età della pietra alla fine dell'età del bronzo, in Como nell'antichità, Società Archeologica Comense, Como 1987
↑Kruta, Venceslas (1991). The Celts. Thames and Hudson. σσ. 52–56
↑Stifter, David (2008). Old Celtic Languages (PDF). σσ. 24–37
↑Melli, Piera (2007). Genova preromana. Città portuale del Mediterraneo tra il VII e il III secolo a.C. (Στα Ιταλικά)
↑Marco Milanese, Scavi nell'oppidum preromano di Genova, L'Erma di Bretschneider, Roma 1987 on-line in GoogleBooks; Piera Melli, Una città portuale del Mediterraneo tra il VII e il III secolo a.C., Genova, Fratelli Frilli ed., 2007
↑Marco Milanese, Scavi nell'oppidum preromano di Genova, L'Erma di Bretschneider, Roma 1987 testo on-line su GoogleBooks; Piera Melli , Una città portuale del Mediterraneo tra il VII e il III secolo a.C.", Genova, Fratelli Frilli ed., 2007
↑Brouwer, Hendrik H. J. (1989). Hiera Kala: Images of animal sacrifice in archaic and classical Greece. Utrecht
↑Amédée Thierry, Histoire des Gaulois depuis les temps les plus reculés, 3 vols., 1828, 1834, 1845
↑Gilberto Oneto Paesaggio e architettura delle regioni padano-alpine dalle origini alla fine del primo millennio, Priuli e Verlucc, editori 2002, σσ. 34–36, 49
↑Postumius Rufius Festus (qui est) Avienius, Ora maritima, 129–133 (indicating in an obscure way that the Ligures were living north of the "oestrymnic islands", equivalent to modern Portugal and Galicia); 205 (Ligures north of the city of Ophiussa [= again Portugal] in the Iberian peninsula); 284–285
↑Karl Viktor Müllenhoff, Deutsche Alterthumskunde, Vol. I: Die Phoenizier. Pytheas von Massalia, 1870
↑Arturo Issel, Liguria geologica e preistorica, Vol. II, Genoa 1892, σσ. 356–357
↑McEvedy, Colin (1967). The Penguin Atlas of Ancient History by Colin McEvedy. σ. 29
↑Henning, Andersen (2003). Language Contacts in Prehistory: Studies in Stratigraphy. John Benjamins Publishing. σσ. 16–17
ARSLAN E. A. 2004b, LVI.14 Garlasco, in I Liguri. Un antico popolo europeo tra Alpi e Mediterraneo, Catalogo della Mostra (Genova, 23.10.2004-23.1.2005), Milano-Ginevra, pp. 429–431.
ARSLAN E. A. 2004 c.s., Liguri e Galli in Lomellina, in I Liguri. Un antico popolo europeo tra Alpi e Mediterraneo, Saggi Mostra (Genova, 23.10.2004–23.1.2005).
Raffaele De Marinis, Giuseppina Spadea (a cura di), Ancora sui Liguri. Un antico popolo europeo tra Alpi e Mediterraneo, De Ferrari editore, Genova 2007 (scheda sul volume).
John Patterson, Sanniti,Liguri e Romani,Comune di Circello;Benevento
Giuseppina Spadea (a cura di), I Liguri. Un antico popolo europeo tra Alpi e Mediterraneo (catalogo mostra, Genova 2004–2005), Skira editore, Genova 2004