Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν.Μπορείτε να βοηθήσετε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Υλικό που είναι ατεκμηρίωτο μπορεί να αμφισβητηθεί και να αφαιρεθεί.
Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 02/01/2020.
Ο Πήρσον γεννήθηκε στο Νιούτονμπρουκ, σήμερα προάστιο του Τορόντο. Γονείς του ήταν η Άνι Σάρα Μπόουλς-Πήρσον και ο Έντγουιν Άρθουρ Πήρσον, πάστορας των Μεθοδιστών. Σε ηλικία 16 ετών ο Λέστερ Πήρσον έγινε δεκτός στο Κολέγιο Βικτόρια του Πανεπιστημίου του Τορόντο. Υπήρξε καλός αθλητής στα φοιτητικά του χρόνια, διακρινόμενος σε διάφορα αθλήματα, ιδίως στο χόκεϊ επί πάγου.
Κατατάχθηκε ως εθελοντής για τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με τη νοσοκομειακή μονάδα του Πανεπιστημίου του. Στάλθηκε ως τραυματιοφορέας στην Αίγυπτο και στην Ελλάδα, στο μέτωπο κατά του βουλγαρικού στρατού, ενώ για μια περίοδο ήταν ενσωματωμένος σε μονάδα του σερβικού στρατού. Το 1917 μετατάχθηκε στην αεροπορία, αλλά επέστρεψε σπίτι μετά από τραυματισμούς σε δύο αεροπορικά ατυχήματα, ενώ χτυπήθηκε και από λεωφορείο στο Λονδίνο κατά τη διάρκεια μιας συσκοτίσεως.
Μεταπολεμικά, συνέχισε τις σπουδές του στην ιστορία στο Κολέγιο του Αγίου Ιωάννου του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης ως το 1925, οπότε επέστρεψε στον Καναδά, παντρεύτηκε τη Μάριον Μούντυ (Maryon Moody, 1901–1989), και δίδαξε ιστορία στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο. Με τη σύζυγό του απέκτησαν έναν γιο, τον Τζέφρεϋ, και μία κόρη, την Πατρίτσια.
Το 1927 ο Πήρσον έλαβε την πρώτη θέση στις εισαγωγικές εξετάσεις της καναδικής διπλωματικής υπηρεσίας, οπότε στράφηκε σε σταδιοδρομία διπλωμάτη. Ο τότε πρωθυπουργός Ρίτσαρντ Μπέντφορντ Μπένετ αντιλήφθηκε τις ικανότητές του και τον ενθάρρυνε στην εξέλιξή του, αναθέτοντάς του σημαντικούς ρόλους.
Οι κυβερνήσεις του Πήρσον εισήγαγαν τη φροντίδα υγείας για όλους, άτοκα δάνεια για τους φοιτητές, συνταξιοδοτικό σύστημα και μια νέα σημαία για τη χώρα. Ενοποίησαν επίσης τις καναδικές ένοπλες δυνάμεις.[8] Ο Πήρσον συγκρότησε τη Βασιλική Επιτροπή για τη Διπλή Γλώσσα και Πολιτισμό, και πάλεψε να κρατήσει τον Καναδά έξω από τον πόλεμο του Βιετνάμ. Το 1967 η κυβέρνησή του πέρασε τον νόμο C-168, που κατάργησε τη θανατική ποινή στη χώρα de facto – περιορίζοντάς την σε λίγες περιπτώσεις, για τις οποίες δεν εφαρμόσθηκε ποτέ. Εξαιτίας όλων αυτών, και μαζί με το πρωτοποριακό έργο του στον ΟΗΕ και στη διεθνή διπλωματία, ο Πήρσον θεωρείται γενικώς ένας από τους Καναδούς με τη μεγαλύτερη επίδραση στον 20ό αιώνα[9], κατατασσόμενος μεταξύ των 6 καλύτερων πρωθυπουργών του Καναδά.