Κρατήστε σφιχτά τον μικροαστισμό σας (αγγλικός τίτλος: Keep the aspidistra flying) είναι μυθιστόρημα κοινωνικής κριτικής του Τζορτζ Όργουελ που δημοσιεύτηκε το 1936. Διαδραματίζεται στο Λονδίνο της δεκαετίας του 1930 και το κύριο θέμα είναι η ρομαντική φιλοδοξία ενός νεαρού να αψηφήσει τις κοινωνικές συμβάσεις, την κοινωνική θέση, τη «συνηθισμένη ζωή» και γενικά τον μικροαστικό καθωσπρεπισμό - που αντιπροσωπεύει το φυτό ασπιδίστρα στα περβάζια των σπιτιών - και ο τελικός συμβιβασμός του με την αστική ευημερία μετά τον αναγκαστικό γάμο του με το κορίτσι που αγαπά.[4]
Ο Όργουελ παρουσιάζει την εποχή του μεσοπολέμου στην Αγγλία με πολλά στοιχεία που θεωρούνται αυτοβιογραφικά.
Στα ελληνικά το μυθιστόρημα έχει εκδοθεί και με τους τίτλους Ας σηκώσουμε ψηλά την ασπριδίστρα και Η παγίδα του χρήματος.[5]
Ο τίτλος
Ο τίτλος του μυθιστορήματος είναι μια αναφορά στην ασπιδίστρα, ένα φυτό πολύ συνηθισμένο στην Αγγλία κατά τη βικτωριανή εποχή και αργότερα επειδή ευδοκιμούσε σε εσωτερικούς χώρους με λίγο ηλιακό φως. Ως αποτέλεσμα, το φυτό συνδέθηκε με την αγγλική μεσαία τάξη και έγινε έμβλημα της αξιοπρέπειας και του συντηρητισμού. Ο Όργουελ χρησιμοποιεί την ασπιδίστρα, σύμβολο της μεσαίας τάξης, σε σαρκαστικό συνδυασμό με τον στίχο «Ας σηκώσουμε ψηλά την κόκκινη σημαία»,[6] στίχο από το επίσημο τραγούδι του Βρετανικού Εργατικού Κόμματος - αντικαθιστώντας τη σοσιαλιστική κόκκινη σημαία με ένα σύμβολο του αγγλικού πολιτισμού της μεσαίας τάξης.
Υπόθεση
Ο Γκόρντον Κόμστοκ κατάγεται από μια πλούσια οικογένεια αλλά η κληρονομική περιουσία έχει χαθεί. Σύμφωνα με τη θέση του, έχει φοιτήσει σε καλό σχολείο, όπου είχε υποστεί την ταπείνωση να είναι από φτωχότερο περιβάλλον από τους συμμαθητές του. Αισθάνεται εξαιρετικά απογοητευμένος που χρειάζεται να εργαστεί για τα προς το ζην. Εργάζεται ως κειμενογράφος σε διαφημιστική εταιρεία - μια δουλειά στην οποία ήταν πραγματικά πολύ καλός και είχε καλές προοπτικές για προαγωγή - αλλά δεν κάνει σοβαρές προσπάθειες για να βελτιώσει τη θέση του και να ξεφύγει από τη φτώχεια. Έχει «κηρύξει πόλεμο» σ] αυτό που θεωρεί ως «γενική εξάρτηση» από τα χρήματα. Παρόλα αυτά, η συνεχής έλλειψη χρημάτων τον καταθλίβει και φαίνεται να είναι η μόνη πηγή όλων των προβλημάτων του. Θέλει να γίνει ποιητής και όταν μια μικρή επιτυχία φαίνεται πιθανή, εγκαταλείπει αμέσως τη δουλειά του. Η ποιητική του συλλογή έλαβε καλές κριτικές αλλά πούλησε ελάχιστα. Για να έχει περισσότερο ελεύθερο χρόνο για τα λογοτεχνικά του ενδιαφέροντα, βρίσκει σκόπιμα μια δουλειά χαμηλότερης αμοιβής χωρίς ευκαιρίες εξέλιξης, γίνεται υπάλληλος σε ένα μικρό βιβλιοπωλείο. Ωστόσο, δεν υιοθετεί πολιτική θέση, δεν συμμερίζεται τις μαρξιστικές απόψεις του φίλου του Ράβελστον. Μάλλον φαίνεται να αντιπροσωπεύει έναν αντικαπιταλισμό με τη βασική θέση ότι «κάποτε όλα ήταν καλύτερα», καθώς ενοχλείται συνεχώς από τις διαφημιστικές αφίσες και τον καταναλωτισμό γύρω του.[7]
Στη συνέχεια, η ζωή του βαλτώνει. Δεν προλαβαίνει να γράψει γιατί η φτώχεια του τον καταθλίβει. Δύσκολα μπορεί να πάρει μέρος στην κοινωνική ζωή γιατί είναι φτωχός. Η κοπέλα του Ρόζμαρι, την οποία γνώρισε στη διαφημιστική εταιρεία και συνεχίζει να εργάζεται εκεί, δεν θέλει να ολοκληρώσουν τη σχέση τους - όπως υποψιάζεται - λόγω της φτώχειας του. Μια εφημερίδα δημοσιεύει ένα ποίημά του και λαμβάνει μια πραγματική πληρωμή. Προσκαλεί σε δείπνο τη Ρόζμαρι και τον Ράβελστον αλλά η βραδιά έχει δυσάρεστη κατάληξη: ο Γκόρντον πίνει και μεθάει, η Ρόζμαρι φεύγει, όταν είναι τελείως μεθυσμένος, μια ιερόδουλη του κλέβει τα χρήματα, τσακώνεται με έναν αστυνομικό και καταλήγει στο αστυνομικό τμήμα το επόμενο πρωί. Αυτή η ασήμαντη είδηση αναφέρεται σε εφημερίδα και χάνει τη δουλειά του.
Βρίσκει μια παρόμοια αλλά χειρότερη δουλειά και ένα χειρότερα επιπλωμένο δωμάτιο, ζει στη φτώχεια και την αθλιότητα και εγκαταλείπει τον εαυτό του εντελώς, δεν πλένεται σχεδόν πια, μένει σε ένα βρώμικο δωμάτιο και θα ήθελε να διακόψει κάθε επαφή με φίλους και συγγενείς. Υπό το άγχος της «αυτοεπιβαλλόμενης εξορίας» του από την ευμάρεια, ο Γκόρντον έχει καταλήξει παράλογος και βαθιά νευρωτικός.[8]
Η Ρόζμαρι τον αποφεύγει για αρκετό καιρό, τελικά τον επισκέπτεται στο θλιβερό του κατάλυμα, κοιμάται μαζί του και μένει έγκυος. Απορρίπτουν την ιδέα της έκτρωσης (που ήταν παράνομη και επικίνδυνη εκείνη την εποχή), ο Γκόρντον έχει την επιλογή να εγκαταλείψει τη Ρόζμαρι στην κοινωνική ντροπή ή να την παντρευτεί και να επιστρέψει σε μια αξιοπρεπή ζωή γυρίζοντας στη δουλειά στη διαφημιστική εταιρεία. Συγκλονισμένος από την επικείμενη πατρότητα, γεγονός που φαίνεται να του δίνει ενθουσιασμό και ελπίδα, επιλέγει το δεύτερο και λίγο αργότερα γίνεται δεκτός στην εταιρεία - που παλιά θεωρούσε όργανο του πιο απαίσιου καπιταλισμού - και αμέσως έχει επιτυχίες. Παντρεύεται τη Ρόζμαρι, επιλέγει τη μεσοαστική ζωή και αποφασίζει να αγοράσει μια ασπιδίστρα για το νέο τους μικρό αλλά άνετο σπίτι, ένα φυτό που παλιά το θεωρούσε σύμβολο της αστικής αξιοπρέπειας και τώρα ως ωραίο και θαυμάσια ανθεκτικό.
Εν ολίγοις, ο Γκόρντον αποδέχεται τους κανόνες της αστικής ζωής, πληρώνοντας ωστόσο αυτή την επιλογή με την παραίτηση από κάθε καλλιτεχνική φιλοδοξία.[9]
Ταινία
Το 1997 κυκλοφόρησε η κινηματογραφική μεταφορά Keep the Aspidistra Flying. Τη σκηνοθέτησε ο Ρόμπερτ Μπίρμαν και πρωταγωνιστούν οι Ρίτσαρντ Γκραντ και η Έλενα Μπόναμ Κάρτερ.[10]
Ελληνικές μεταφράσεις
- Κρατήστε σφιχτά τον μικροαστισμό σας, μτφ. Δημήτρης Κωστελένος, Ελεύθερος Τύπος, α΄ έκδοση, 1979[5]
- Η παγίδα του χρήματος, μτφ. Ανδρέας Σοκοδήμος, Κάκτος, 2004
- Ας σηκώσουμε ψηλά την ασπριδίστρα, μτφ. Δημήτρης Καρακίτσος, εκδ. Αίολος, 2023 [11]
Παραπομπές