Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές.Βοηθήστε συνδέοντας το κείμενο με τις πηγές χρησιμοποιώντας παραπομπές, ώστε να είναι επαληθεύσιμο.
Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 18/11/2014.
Το Κουίνσλαντ (αγγλικά: Queensland, που σημαίνει «Γη της Βασίλισσας»), μερικές φορές αναφέρεται και ως Κουινσλάνδη, είναι πολιτεία της Αυστραλίας, στο βορειοανατολικό άκρο της ηπείρου. Έχει έκταση 1.729.742 τ.χλμ.[3] και πληθυσμό 5.052.800 κατοίκους (εκτίμηση 2018).[4] Συνορεύει με τη Βόρεια Επικράτεια στα δυτικά, με τη Νότια Αυστραλία στα νοτιοδυτικά και τη Νέα Νότια Ουαλία στα νότια. Στα ανατολικά βρέχεται από τη Θάλασσα των Κοραλλίων και τον Ειρηνικό Ωκεανό. Είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πολιτεία σε έκταση, μετά τη Δυτική Αυστραλία, και η τρίτη σε πληθυσμό, μετά τη Νέα Νότια Ουαλία και τη Βικτώρια.
Οι πρώτοι κάτοικοι της περιοχής ήταν ιθαγενείς της Αυστραλίας και των κοντινών νησιών του Πορθμού Τόρες (Torres Strait). Τον 19ο αιώνα αποικίστηκε από τους Βρετανούς, αρχικά με σκοπό τον εγκλεισμό υπότροπων καταδίκων από τη Νέα Νότια Ουαλία. Ιδρύθηκε επίσημα ως ξεχωριστή από τη Νέα Νότια Ουαλία αποικία στις 6 Ιουνίου1859, ημέρα που σήμερα γιορτάζεται ως «Μέρα του Κουίνσλαντ».
Σήμερα η οικονομία της βασίζεται στους τομείς της γεωργίας, του τουρισμού και της εκμετάλλευσης φυσικών πόρων. Ο πληθυσμός συγκεντρώνεται κυρίως στο νοτιοανατολικό τμήμα της πολιτείας, όπου βρίσκεται και η πρωτεύουσα Μπρίσμπεϊν. Η πολιτεία συχνά αναφέρεται με το προσωνύμιο «Ηλιόλουστη Πολιτεία» ("Sunshine State"), λόγω του ζεστού καιρού αλλά και επειδή μεγάλο μέρος της βρίσκεται στην τροπική ζώνη.
Ιστορία
Ελάχιστα είναι γνωστά για την κατοίκηση του Κουίνσλαντ πριν από την άφιξη των Ευρωπαίων αποίκων. Πιστεύεται ότι Αβορίγινες κατοικούσαν στην περιοχή για πολλούς αιώνες, όμως δεν είναι γνωστά στοιχεία για τον πολιτισμό και τα πληθυσμιακά τους στοιχεία.[5][6]
Τον Φεβρουάριο του 1606, ο Ολλανδός θαλασσοπόρος Βίλεμ Γιάνσον αποβιβάστηκε κοντά στο σημερινό Γουίπα, στη δυτική ακτή του Ακρωτηρίου της Υόρκης. Αυτή ήταν η πρώτη καταγεγραμμένη άφιξη Ευρωπαίου πολίτη στην Αυστραλία και αποτέλεσε την πρώτη γνωστή επαφή μεταξύ Ευρωπαίων και Αβορίγινων Αυστραλών.[6] Πριν από την άφιξη του υπολοχαγού Τζέιμς Κουκ το 1770, η περιοχή εξερευνήθηκε επίσης από Γάλλους και Ισπανούς εξερευνητές (με επικεφαλής τον Λουί-Αντουάν ντε Μπουγκαινβίλ και τον Λουίς Βαθ ντε Τόρες αντίστοιχα). Ο Κουκ διεκδίκησε την ανατολική ακτή της Αυστραλίας στο όνομα του Βασιλιά Γεώργιου Γ΄ της Μεγάλης Βρετανίας. Στις 22 Αυγούστου 1770, βρισκόμενος στο νησί Ποζέσιον, ονόμασε την ανατολική Αυστραλία, συμπεριλαμβανομένου του Κουίνσλαντ, «Νέα Νότια Ουαλία».[7]
Ο πληθυσμός των Αβορίγινων μειώθηκε σημαντικά μετά από μια επιδημία ευλογιάς κατά τα τέλη του 18ου αιώνα.[8] Η προέλευση της ευλογιάς στην Αυστραλία δεν είναι εξακριβωμένη. Ενώ πολλές πηγές έχουν υποστηρίξει ότι προήλθε εξαιτίας του ευρωπαϊκού αποικισμού, αυτή η θεωρία έχει αντικρουστεί από επιστημονικά στοιχεία.[9][10][11] Υπάρχουν αντίθετα έμμεσες αποδείξεις ότι Μακασάροι ναυτικοί που επισκέφθηκαν τη Γη του Άρνεμ μετέδωσαν την ευλογιά στην Αυστραλία.[10]
Το 1823, ο Βρετανός εξερευνητής Τζον Όξλεϊ έπλευσε βόρεια από το σημερινό Σίδνεϊ για να εντοπίσει πιθανές θέσεις σωφρονιστικού αποικισμού στο Γκλάντστοουν (τότε Πορτ Κέρτις) και στον Κόλπο του Μόρετον. Στον Κόλπο του Μόρετον ανακάλυψε τον ποταμό Μπρίσμπεϊν. Επέστρεψε στην περιοχή το 1824 και ίδρυσε μία σωφρονιστική εγκατάσταση στη σημερινή Χερσόνησο Ρέντκλιφ. Η εγκατάσταση, που αρχικά ήταν γνωστή ως Ιντενγκλάσι, μεταφέρθηκε στη συνέχεια στο σημερινό κέντρο του Μπρίσμπεϊν. Ο εξερευνητής Έντμουντ Λόκιερ ανακάλυψε αποθέματα άνθρακα κατά μήκος των όχθεων του ποταμού Μπρίσμπεϊν το 1825.[12] Το 1839 η μεταφορά καταδίκων σταμάτησε και σύντομα ο σωφρονιστικός οικισμός του Μπρίσμπεϊν έκλεισε. Το 1842 επιτράπηκε επίσημα η ελεύθερη εγκατάσταση, η οποία είχε ξεκινήσει ανεπίσημα. Το 1847, το λιμάνι του Μέριμποροου επιτράπηκε επίσημα για την εξυπηρέτηση του εμπορίου μαλλιού. Oι περισσότεροι πρώτοι κάτοικοι προέρχονταν από τη Νέα Νότια Ουαλία, ενώ το πρώτο ελεύθερο πλοίο μεταναστών που έφτασε το 1848 στον Κόλπο του Μόρετον από την Ευρώπη ήταν το Αρτεμισία. Το 1857 κατασκευάστηκε ο πρώτος φάρος του Κουίνσλαντ στο Ακρωτήριο του Μόρετον.
Πριν την άφιξη των πρώτων πλοίων μεταναστών στο Κουίνσλαντ, είχαν φθάσει εκεί ορφανά κορίτσια από την Ιρλανδία. Ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Τζορτζ Γκρέι δημιούργησε ένα ειδικό πρόγραμμα μετανάστευσης για τη μετεγκατάσταση άπορων κοριτσιών από τα πτωχοκομεία της Ιρλανδίας κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Λιμού. Αυτό το πρόγραμμα συνεχίστηκε μέχρι το 1852.[13]
Το 1848 οργανώθηκε το Αστυνομικό Σώμα Ιθαγενών, στο οποίο υπηρετούσαν κυρίως Αβορίγινες, με σκοπό την καταστολή των αντιδράσεων και των παραβατικών συμπεριφορών των αυτόχθονων πληθυσμών μπροστά στον ευρωπαϊκό αποικισμό (Μεθωριακοί Πόλεμοι της Αυστραλίας).[14] Η μεγαλύτερη καταγεγραμμένη σφαγή αποίκων από Αβορίγινες έγινε το 1861 στον ποταμό Νογκόα, όταν δολοφονήθηκαν 19 άνθρωποι.[15]
Από τον Διαχωρισμό από τη Νέα Νότια Ουαλία έως την Ομοσπονδία
Το 1851 πραγματοποιήθηκε μια δημόσια συνεδρίαση για να εξεταστεί το ενδεχόμενο του διαχωρισμού του Κουίνσλαντ από τη Νέα Νότια Ουαλία. Στις 6 Ιουνίου 1859, η Βασίλισσα Βικτώρια υπέγραψε το Βασιλικό Διάταγμα με το οποίο σχηματίστηκε η Αποικία του Κουίνσλαντ ως αυτοδιοικούμενη αποικία του Στέμματος με υπεύθυνη κυβέρνηση.[16] Η Μπρίσμπεϊν επιλέχθηκε ως πρωτεύουσα της αποικίας. Στις 10 Δεκεμβρίου του 1859, ο Τζορτζ Μπάουεν, ο πρώτος Κυβερνήτης του Κουίνσλαντ, εκφώνησε τη διακήρυξη με την οποία καθιερώθηκε επίσημα το Κουίνσλαντ ως ξεχωριστή αποικία.[17] Στις 22 Μαΐου 1860 πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες εκλογές στο Κουίνσλαντ και ο Ρόμπερτ Χέρμπερτ, ο ιδιωτικός γραμματέας του Μπάουεν, διορίστηκε στη θέση του Προέδρου του Κουίνσλαντ.
Το 1865, εγκαινιάστηκε η πρώτη σιδηροδρομική γραμμή της αποικίας, συνδέοντας το Ίπσουιτς με το Γκράντσεστερ. Η οικονομία του Κουίνσλαντ αναπτύχθηκε γρήγορα μετά το 1867, όταν ο Τζέιμς Νας ανακάλυψε κοιτάσματα χρυσού στον ποταμό Μέρι, κοντά στην πόλη Γκίμπι.
Η οργανωμένη μετανάστευση στο Κουίνσλαντ ξεκίνησε τη δεκαετία του 1850 με σκοπό τη στήριξη της τοπικής οικονομίας. Από τη δεκαετία του 1860 έως τις αρχές του 20ού αιώνα, πολλοί εργάτες, γνωστοί εκείνη την εποχή ως Κανάκας, μεταφέρθηκαν στο Κουίνσλαντ από γειτονικά νησιά του Ειρηνικού Ωκεανού για να εργαστούν στις φυτείες ζαχαροκάλαμου. Μερικοί από αυτούς τους ανθρώπους είχαν φθάσει στην Αυστραλία χωρίς τη θέλησή τους και απασχολούνταν συχνά με μία μορφή εξαρτημένης εργασίας. Ιταλοί μετανάστες εισήλθαν στη βιομηχανία του ζαχαροκάλαμου από τη δεκαετία του 1890.[18]
Κατά τη δεκαετία του 1890, οι έξι αυστραλιανές αποικίες, συμπεριλαμβανομένου του Κουίνσλαντ, διεξήγαγαν μια σειρά δημοψηφισμάτων που κατέληξαν στον σχηματισμό της Ομοσπονδίας της Αυστραλίας (1 Ιανουαρίου 1901). Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το Κουίνσλαντ είχε πληθυσμό μισού εκατομμυρίου ανθρώπων. Από τότε το Κουίνσλαντ παρέμεινε ομόσπονδη πολιτεία της Αυστραλίας.[19]
Διοίκηση
Κυβερνήτης είναι ο Πολ ντε Τζέρσεϊ από τις 29 Ιουλίου 2014 και πρωθυπουργός (Premier) η Αναστασία Παλασέι, από τις 14 Φεβρουαρίου 2015.
Στις βουλευτικές εκλογές στην πολιτεία στις 25 Νοεμβρίου 2017, το Αυστραλιανό Εργατικό Κόμμα κέρδισε ποσοστό 35,4% (48 επί συνόλου 93 εδρών) και το Φιλελεύθερο Εθνικό Κόμμα 33,7% (39). Η συμμετοχή διαμορφώθηκε στο 87,5%.
Δημοψηφίσματα
2016
Σε δημοψήφισμα που διεξήχθη στην πολιτεία στις 19 Μαρτίου 2016, ταυτόχρονα με τις τοπικές εκλογές, οι ψηφοφόροι σε ποσοστό σχεδόν 53% υπερψήφισαν την πρόταση να αναθεωρηθεί το σύνταγμα του Κουίνσλαντ του 2001 και η Πράξη του 1934, έτσι ώστε η θητεία της νομοθετικής συνέλευσης να είναι τετραετής και η πρώτη συνεδρίαση να διεξάγεται την τελευταία εβδομάδα του Οκτωβρίου.[20]
↑ 10,010,1Campbell, Judy; 2002, Invisible Invaders: Smallpox and Other Diseases in Aboriginal Australia 1780–1880, Carlton, Melbourne University Press, pp60–2, 80–1, 194–6, 201, 216–7
↑Willis, H. A. (2011). «Bringing Smallpox with the First Fleet». Quadrant55 (7–8): 2. ISSN0033-5002.
↑Harrison, Jennifer (4 July 2014), The Forty-Niners: Brisbane : schemes and dreams nineteenth century arrivals, Brisbane History Group ; Salisbury Qld. : Boolarong Press (δημοσιεύθηκε 2014), σελ. 47, ISBN978-1-925046-99-1