Ο Κλάους Σλούτερ (ολλανδικά: Claus Sluter, περ. 1340-1406) ήταν Φλαμανδόςγλύπτης, ο σημαντικότερος της εποχής του, ο οποίος άσκησε μεγάλη επιρροή κατά τη μετάβαση από τη Διεθνή Γοτθική τεχνοτροπία στην περισσότερο νατουραλιστικήΑναγεννησιακή. Συγκεκριμένα, ήταν ένας από τους σημαντικότερους υποστηρικτές του βορειοευρωπαϊκού ρεαλισμού και εξέχουσα προσωπικότητα της Σχολής Γοτθικής Τέχνης της Ντιζόν.[1]
Οι μορφές του είναι νατουραλιστικές και εκφραστικές, περισσότερο γήινες παρά εξιδανικευμένες. Η τέχνη του άσκησε επιρροή σε μια ολόκληρη γενιά ρεαλιστών ζωγράφων όπως ο Γιαν βαν Άικ, ο Ρόχιερ φαν ντερ Βάιντεν, ο Ματίας Γκρύνεβαλντ, ο Άλμπρεχτ Ντύρερ και ο Λούκας Κράναχ ο πρεσβύτερος, αλλά και γλυπτών όπως ο Χανς Μούλτσερ. Το διασημότερο έργο του καλλιτέχνη που διασώζεται μέχρι τις ημέρες μας είναι το «Πηγάδι του Μωυσή» (1395-1403), κατόπιν παραγγελίας για το Καρθουσιανό Μοναστήρι της Σαμπμόλ, το οποίο σήμερα φιλοξενείται στο Μουσείο Καλών Τεχνών της πόλης Ντιζόν.[1]
Βιογραφικά στοιχεία
Ο Σλούτερ γεννήθηκε στο Χάαρλεμ της Ολλανδίας το 1340 και η πορεία της ζωής του είναι σε μεγάλο βαθμό άγνωστη στους σύγχρονους μελετητές. Πιστεύεται πως το πλήρες όνομά του ήταν Claes de Slutere van Herlam, πρόσωπο που περιλαμβάνεται στο μητρώο της συντεχνίας των λιθοξόων των Βρυξελλών γύρω στο 1379. Περίπου το 1385 μπήκε στην υπηρεσία του Φιλίππου Β' του Τολμηρού, Δούκα της Βουργουνδίας, ηγεμόνα των Κάτω Χωρών και αντιβασιλέα της Γαλλίας. Το ταλέντο του Σλούτερ φαίνεται πως αναγνωρίστηκε γρήγορα στην αυλή του Φιλίππου, ο οποίος και παρέμεινε βασικός του χρηματοδότης για το μεγαλύτερο μέρος της επαγγελματικής του ζωής.[1]
Από ό,τι γνωρίζουμε, ο Σλούτερ αφιέρωσε το μεγαλύτερο κομμάτι της καριέρας του στη διακόσμηση του Καρθουσιανού Μοναστηριού της Σαμπμόλ στη Ντιζόν, του οποίου ο Φίλιππος ήταν ιδρυτής και προστάτης και όπου σκόπευε να δημιουργήσει το οικογενειακό του μαυσωλείο. Το μοναστήρι εξελίχθηκε σε θαυμαστό κέντρο τέχνης, που άσκησε έλξη σε καλλιτέχνες από πολύ μακριά, συμπεριλαμβανομένου του Ζαν ντε Μαρβίλ (θαν. 1389), επικεφαλής γλύπτη όταν ο Σλούτερ αφίχθη στο εργοτάξιο.[1]
Πηγάδι του Μωυσή
Στο μέρος αυτό ήταν που ο Σλούτερ δημιούργησε το περίφημο εξαγωνικό του σιντριβάνι που αποκαλείται «Πηγάδι του Μωυσή». Σκαλισμένο στην πέτρα, θεωρήθηκε σημαντικότατο έργο τέχνης στην εποχή του. Το εξαγωνικό πηγάδι συμβόλιζε την «πηγή της ζωής». Διακοσμήθηκε με μορφές έξι προφητών και έξι θρηνούντων αγγέλων, τους οποίους ο Σλούτερ προσπάθησε με μεγάλη φροντίδα να απεικονίσει όσο πιο ρεαλιστικά γινόταν. Το σιντριβάνι στεφανώθηκε με ένα Σταυρό, στη βάση του οποίου εικάζεται πως υπήρχαν οι μορφές της Παρθένου Μαρίας, του Αποστόλου Ιωάννη και της Μαρίας της Μαγδαληνής. Σκαλίστηκε με μεγάλη ακρίβεια και κατόπιν χρωματίστηκε και επιχρυσώθηκε από τον καλλιτέχνη Ζαν Μαλουέλ (περ.1365-1415). Κατά τη Γαλλική Επανάσταση, τμήματα του έργου καταστράφηκαν, ωστόσο ορισμένες από τις μορφές και η βάση ευτυχώς διασώθηκαν και σήμερα στεγάζονται στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Ντιζόν.[1]
Θύρα του Σαμπμόλ
Ο Σλούτερ ήταν επίσης υπεύθυνος για τη δημιουργία και άλλων γλυπτών στο μοναστήρι, συμπεριλαμβανομένων των μορφών στη θήρα του παρεκκλησίου του μοναστηριού. Το σύμπλεγμα προσώπων αποτελούν ο Δούκας και η σύζυγός του, Μαργαρίτα, τους οποίους και παρουσιάζουν οι προστάτες άγιοί τους, Ιωάννης ο Βαπτιστής και Αγία Αικατερίνη, στην Παναγία και το Θείο Βρέφος. Σύμφωνα με τα κρατικά αρχεία, μετά το θάνατο του Ζαν ντε Μαρβίλ, ο Σλούτερ τον διαδέχτηκε στη θέση του Επικεφαλής Γλύπτη του Φιλίππου το 1389. Τον ίδιο χρόνο ξεκίνησε το παραπάνω έργο το οποίο ήδη βρισκόταν στο πρόγραμμα από το 1386. Αντικατέστησε το κατεστραμμένο κουβούκλιο της θύρας και μέχρι το 1391 είχαν ολοκληρωθεί οι μορφές της Παρθένου, του Θείου Βρέφους και των Αγίων. Το 1393 ολοκληρώθηκε η μορφή της Δούκισσας και υποθέτουμε πως και εκείνη του Δούκα είχε επίσης ολοκληρωθεί πάνω κάτω την ίδια περίοδο.[2]
Μαυσωλείο του Φιλίππου
Το 1395-96 έφερε τον ανηψιό του Κλάους ντε Βερβ (περ.1380-1439) στη Ντιζόν για να τον βοηθά στις εργασίες του στο μοναστήρι. Ο τελευταίος διαθέχθηκε τον θείο του στο αξίωμά του μετά το θάνατό του. Παρόλο που ο Σλούτερ σχεδίασε και ολοκλήρωσε το αρχιτεκτονικό κομμάτι του Μαυσωλείου του Δούκα μέχρι το 1389, το έργο τελείωσε 11 χρόνια μετά από τον ντε Βερβ.[1] Την εποχή του θανάτου του Δούκα το 1404 μόνο δύο από τις θρηνούσες μορφές του μνημείου είχαν ολοκληρωθεί. Ο γιος του Φιλίππου, Δούκας Ιωάννης Β' ο Ατρόμητος, σύναψε συμβόλαιο ολοκλήρωσης του έργου σε μόλις τέσσερα χρόνια, αλλά τελικά πήρε αρκετά περισσότερα, αποτελώντας επίσης μοντέλο για το μνημείο του ίδιου του Ιωάννη.[2] Ορισμένοι ιστορικοί υποβαθμίζουν το έργο του Σλούτερ στον τάφο του Φιλίππου αποδίδοντας το σχέδιο στο Μαρβίλ και τα γλυπτά στη βάση στον ντε Βερβ. Άλλοι θεωρούν πως πρόκειται εξ' ολοκλήρου για έργο του Σλούτερ. Ακόμη κι έτσι, διασώζονται μόνο ορισμένες από τις μορφές στη βάση, τρεις έχουν χαθεί, τρεις βρίσκονται στο Μουσείο του Κλήβελαντ και μία σε προσωπική γαλλική συλλογή.[1]
Ο τάφος αποτέλεσε μοντέλο για καλλιτέχνες που λάξευσαν ταφικά μνημεία σε ολόκληρη τη Γαλλία. Υποθέτοντας (σχετικά με ασφάλεια) πως ο Σλούτερ σχεδίασε τις μορφές - υπήρξαν εντελώς πρωτοποριακά για την εποχή τους - ούτε δύο από αυτές δεν μοιάζουν μεταξύ τους: άλλες εκφράζουν καταφανώς τη θλίψη τους, άλλες συγκρατούν τα συναισθήματά τους, κάποιες είναι ντυμένες με χοντρό μαλλί, άλλες με ελαφρότερα ρούχα.[1]
Αποτίμηση και θάνατος
Ο Σλούτερ υπήρξε νεωτεριστής καλλιτέχνης. Σύγχρονοί του, όπως ο Αντρέ Μπωνεβώ (περ.1335-περ.1400) ακόμη σχεδίαζαν βάσει των επικρατούντων προτύπων ομορφιάς. Ο Σλούτερ προχώρησε πέρα από τα όρια: οι μορφές του χαρακτηρίζονται από εκφραστικότητα, ρεαλισμό και όγκο. Αρκετές φορές έχει συγκριθεί υπό θετικό πρίσμα με τους ΙταλούςΤζάκοπο ντέλα Κουέρτσα (περ.1374 –1438) και Ντονατέλλο (περ.1386–1466), που ήρθαν στο προσκήνιο δεκαετίες αργότερα. Ο Σλούτερ απεβίωσε το 1406, δύο χρόνια μετά το θάνατο του προστάτη του, Φιλίππου.[1]