Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές.Βοηθήστε συνδέοντας το κείμενο με τις πηγές χρησιμοποιώντας παραπομπές, ώστε να είναι επαληθεύσιμο.
Το πρότυπο τοποθετήθηκε χωρίς ημερομηνία. Για τη σημερινή ημερομηνία χρησιμοποιήστε: {{χωρίς παραπομπές|30|12|2024}}
Η Καρράρα (ιταλικά: Carrara) είναι πόλη και δήμος της επαρχίας Μάσσα-Καρράρα (Τοσκάνη, Ιταλία), αξιοσημείωτη για το λευκό ή και μπλε-γκρίζο μάρμαρο που εξορύσσει. Βρίσκεται στον ποταμό Καρριόνε (Carrione), περίπου 100 χιλιόμετρα δυτικά προς βορειοδυτικά της Φλωρεντίας.
Το σύνθημα της είναι Φορτιτούντο μέα (Fortitudo mea), που στα λατινικά σημαίνει «η δύναμή μου».
Ιστορία
Υπάρχουν γνωστοί οικισμοί στην περιοχή ήδη από τον 9ο αιώνα π.Χ., όταν οι Λίγουρες Απουάν (Ligures Apuan) ζούσαν στην περιοχή. Η σημερινή πόλη δημιουργήθηκε από τον δήμο και χτίστηκε για να στεγάσει τους εργαζομένους στα λατομεία μαρμάρου που δημιουργήθηκαν από τους Ρωμαίους μετά την κατάκτηση της Λιγουρίας στις αρχές του 2ου π.Χ. αιώνα. Κατά τον Μεσαίωνα ήταν υπό την κατοχή των Βυζαντινών και των Λομβαρδών, και στη συνέχεια, υπό την κατοχή των επισκόπων της Λούνι (Luni), μετατρέποντας την ίδια σε μια αυτόνομη κοινότητα στις αρχές του 13ου αιώνα. Κατά τη διάρκεια του αγώνα μεταξύ Γουέλφων και Γιβελίνων, η Καρράρα συνήθως αποτελούσε το τελευταίο κομμάτι. Οι Επίσκοποι απέκτησαν πάλι την κυριαρχία το 1230, η οποία έληξε το 1313, όταν η πόλη παραδόθηκε διαδοχικά στις Δημοκρατίες της Πίζα, της Λούκκα και της Φλωρεντία. Αργότερα την απέκτησε ο Τζιαν Γκαλεάτσο Βισκόντι (Gian Galeazzo Visconti του Μιλάνου.
Μετά τον θάνατο του Φιλίππο Μαρία Βισκόντι (Filippo Maria Visconti) του Μιλάνου το 1477, οι πολίτες της Καρράρα αγωνίστηκαν ενάντια στον Τομμάσο Καμποφρεγκόσο (Tommaso Campofregoso), άρχοντα της Σαρζάνα, και έπειτα, της οικογένεια Μαλασπίνα (Malaspina), η οποία μετακόμισε εκεί την έδρα της Σιγνόρια, κατά το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα. Η Μάσσα-Καρράρα διαμόρφωσε το Δουκάτο της Μάσσα-Καρράρα από τον 15ο έως τον 19ο αιώνα. Σύμφωνα με την τελευταία της οικογένειας Μαλασπίνα, Μαρία Τερέζα, η οποία είχε παντρευτεί τον Ercole ΙΙΙ d'Este, έγινε μέρος του Δουκάτου της Μόντενα.