Η Καμπή είναι χωριό του Δήμου Αρταίων με 921 μόνιμους κατοίκους (απογραφή 2011), δίπλα στον ποταμό Λούρο και απέχει από την Άρτα περίπου 11 χιλιόμετρα ενώ η απόσταση από τη Φιλιππιάδα είναι περίπου 2 χιλιόμετρα.[1][2]
Το αρχικό όνομα του χωριού ήταν “Στρεβίνα”. Σύμφωνα με τον Γερμανό σλαβολόγο Μαξ Βάσμερ, ο οποίος με το έργο του «Οι Σλάβοι στην Ελλάδα», πραγματοποίησε μία ολοκληρωμένη έρευνα σχετικά με τα σλαβικά τοπωνύμια της Ελλάδας, η ονομασία του χωριού προέρχεται από τη σλάβικη λέξη Trěbьna, η οποία υποδηλώνει καθαρό τόπο μετά από την κοπή των δέντρων του δάσους.[4]
Ιστορία
Ο Βρετανός στρατιωτικός Ουίλιαμ Μάρτιν Ληκ επισκέφθηκε την περιοχή της Άρτας το 1805 και σύμφωνα με το βιβλίο του «Travels in northern Greece», η Στρεβίνα μαζί με τον Αμμότοπο, το Γοργόμυλο και το Ανώγειο ήταν από τα σημαντικά χωριά του τμήματος Καρβασαρά και απείχε μισή ώρα από την Φιλιππιάδα.[5]
Σύμφωνα με το έργο του Σπυρίδωνος Αραβαντινού, «Ιστορία Αλή πασά του Τεπελενλή», η Στρεβίνα υπήρξε τσιφλίκι του πασά των Ιωαννίνων, ο οποίος είχε στην κατοχή του το μεγαλύτερο μέρος του κάμπου.[6]
Ο Παναγιώτης Αραβαντινός στο έργο του «Χρονογραφία της Ηπείρου» μας ενημερώνει ότι με βάση τον κατάλογο της απογραφής του 1845, η Στρεβίνα από πλευρά ιδιοκτησίας ανήκε στο κράτος και κατοικούσαν στο χωριό 36 χριστιανικές οικογένειες.[7]
Αναφορά στο χωριό κάνει και ο Ιφικράτης Κοκκίδης στο έργο του «Οδοιπορικά Ηπείρου και Θεσσαλίας» που εξέδωσε το ελληνικό Υπουργείο Στρατιωτικών (Αθήνα 1880) και μας δίνει την πληροφορία ότι στο χωριό κατοικούσαν 200 άνθρωποι. Ο Ι. Κοκκίδης μας ενημερώνει ότι η επαρχία Άρτας χωριζόταν σε 2 περιοχές: την περιοχή Άρτας και την περιοχή Πρεβέζης. Η περιοχή της Άρτας χωριζόταν με τη σειρά της σε 7 τμήματα: τμήμα Ποταμιάς, τμήμα Βρύσεως, τμήμα Ραδοβυζίου, τμήμα Τζουμέρκων, τμήμα Κάμπου, τμήμα Καρβασαρά και τμήμα Λάκκας. Η Στρεβίνα αποτελούσε μέρος του τμήματος Καρβασαρά.[8]
Στο «Δοκίμιον Ιστορικόν περί Άρτης & Πρεβέζης» (εκδ.1884) του Σεραφείμ Ξενόπουλου, μητροπολίτη Άρτας, γίνεται αναφορά στη Στρεβίνα. Σύμφωνα με αυτή την πηγή, στο χωριό διέμεναν περίπου 35 χριστιανικές οικογένεις. Οι κάτοικοι εκκλησιάζονταν στο ναό του Αγίου Νικολάου, στον οποίο ιερουργούσε 1 ιερέας και στο ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Κοντά στο χωριό υπήρχε και ένας ναός αφιερωμένος στον Προφήτη Ηλία και ένας ακόμη αφιερωμένος στην Αγία Αικατερίνη. Ο Μητροπολίτης Άρτας αναφέρει επίσης ότι στο χωριό υπήρχε αλληλοδιδακτικό σχολείο όπου δίδασκε ένας δάσκαλος και φοιτούσαν 90 μαθητές.[9]
Εξίσου σημαντική πηγή, είναι η Οθωμανική απογραφή του 1895 (Σαλναμές Ιωαννίνων για το οικονομικό έτος 1311[1895], έκδοση έβδομη).[10] Σύμφωνα με το σχετικό οθωμανικό νόμο, που ίσχυε από το 1864, η πρωτογενής διαίρεση της αυτοκρατορίας ήταν το βιλαέτι («νομαρχία» ή «γενική διοίκηση»). Κάθε βιλαέτι χωριζόταν σε σαντζάκια και αυτά σε καζάδες. Σύμφωνά με αυτή την απογραφή, το χωριό ανήκε στον Καζά Λούρου, ο οποίος βρισκόταν στο σαντζάκι Πρεβέζης, το οποίο με τη σειρά του, ανήκε στο βιλαέτι Ιωαννίνων. Με βάση λοιπόν αυτή την απογραφή, στα Ρόκκα κατοικούσαν 37 οικογένειες (χανέδες) με συνολικό πληθυσμό 247 άτομα (133 άνδρες, 114 γυναίκες).
Το 1910, η Μητρόπολη Νικοπόλεως και Πρεβέζης δημοσιοποιεί τα στοιχεία της απογραφής που πραγματοποίησε το ίδιο έτος σε όλη την εκκλησιαστική περιφέρεια και μας πληροφορεί ότι η Καμπή υπαγόταν στο τμήμα Λούρου και στο χωριό κατοικούσαν 238 άτομα.[12]
Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος και απελευθέρωση
Στις 4 Οκτωβρίου 1912 η Οθωμανική Αυτοκρατορία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Βουλγαρίας και της Σερβίας ενώ με την Ελλάδα απέφυγε να κηρύξει τον πόλεμο ελπίζοντας σε κάποιο ειρηνικό διακανονισμό. Την αμέσως όμως επόμενη ημέρα, η ελληνική κυβέρνηση κήρυξε εκείνη τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ως μέλος του Βαλκανικού Συνασπισμού.
Σύμφωνα με το σχέδιο επίθεσης, ο στρατός Θεσσαλίας με διοικητή τον διάδοχο Κωνσταντίνο θα αναλάμβανε το κύριο βάρος των επιχειρήσεων ενώ ο στρατός Ηπείρου με διοικητή τον στρατηγό Κωνσταντίνο Σαπουτζάκη θα είχε καθαρά αμυντικό ρόλο. Η έδρα του στρατηγείου του στρατού Ηπείρου ήταν η πόλη της Άρτας. Οι στρατιωτικές δυνάμεις που υπήρχαν στην Άρτα αριθμούσαν περίπου 11000 στρατιώτες ενώ στην είσοδο του Αμβρακικού κόλπου υπήρχε η ναυτική μοίρα Αμβρακικού.[13]
Ο στρατηγός Σαπουτζάκης, με βάση τις πληροφορίες που είχε για την οργάνωση και τις κινήσεις του Τουρκικού στρατού, θεώρησε σωστό να περάσει τον Άραχθο και να επιτεθεί και γι'αυτό έστειλε τηλεγράφημα στο Γενικό Επιτελείο Στρατού, το οποίο όμως απάντησε αρνητικά στην πρόταση του. Ο Σαπουτζάκης αγνόησε το τηλεγράφημα και στις 2 το μεσημέρι της 6ης Οκτωβρίου, το 7ο τάγμα Ευζώνων πέρασε τη γέφυρα της Άρτας με τη συνοδεία του πυροβολικού, απώθησε τους Τούρκους και εδραιώθηκε στους Κωστακιούς και την περιοχή Μαρατιού.
Το βράδυ, 10 Οκτωβρίου 1912, οι Τούρκοι εξαπέλυσαν σφοδρή επίθεση στα υψώματα του Γριμπόβου με αποτέλεσμα να εκτοπίσουν τα Ελληνικά τμήματα που κατείχαν τα βόρεια υψώματα και μετά στράφηκαν προς τη νότια πλευρά όπου εκεί όμως συνάντησαν την αντίσταση του 15ου Συντάγματος Πεζικού του αντισυνταγματάρχη Γεωργίου Πολυμενάκου, ο οποίος κατάφερε να κρατήσει τις γραμμές όλη τη νύχτα. Το ίδιο βράδυ, ενώ οι μάχες στο Γρίμποβο ήταν σε εξέλιξη, ένα μικρό απόσπασμα 150 ευζώνων καταλαμβάνει τη στρατηγικής σημασίας περιοχή των Ανωγείων. Με το πρώτο φως της ημέρας, την 11η Οκτωβρίου κατέφθασαν ενισχύσεις στα υψώματα του Γριμπόβου από το 3ο Τάγμα Ευζώνων του Αλέξανδρου Κοντούλη και ο Ελληνικός στρατός κατάφερε να εκδιώξει τους Τούρκους από το Γρίμποβο, οι οποίοι οχυρώθηκαν στα υψώματα της Καμπής. Το σούρουπο της 11ης Οκτωβρίου, το σώμα ευζώνων που βρισκόταν στα Ανώγεια, έκανε νέα επίθεση και αυτό είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη του φρουρίου στα Πέντε Πηγάδια. Η κατάληψη όμως των Ανωγείων και του φρουρίου από τους εύζωνες, έθεσε σε σοβαρό κίνδυνο τον Τουρκικό στρατό και ο διοικητής Εσάτ Πασάς διέταξε την άμεση υποχώρηση προς τα Ιωάννινα για να μην αποκοπεί και εξοντωθεί στην κοιλάδα του Λούρου και στα δύσκολα περάσματα των Πέντε Πηγαδιών. Η υποχώρηση έλαβε χώρα τη νύχτα της 11ης με 12 Οκτωβρίου 1912 και ο Τουρκικός στρατός εγκατέλειψει οριστικά την περιοχή της Άρτας.[14]
Δημογραφία
Σήμερα ο πληθυσμός ανέρχεται στους 921 μόνιμους κατοίκους (απογραφή 2011),[15] εμφανίζοντας μείωση σε σχέση με την απογραφή του 2001, όπου ο πληθυσμός ανερχόταν στους 1012 κατοίκους.[16] Η πρώτη φορά που το χωριό ξεπέρασε τους 900 κατοίκους ήταν το 1961 ενώ ο μέγιστος αριθμός κατοίκων σημειώθηκε το 2001 με 1012 κατοίκους. Με την απογραφή του 2011, το επίπεδο του πληθυσμού πλησίασε εκείνο του 1971. Οι πληθυσμιακές διακυμάνσεις, αποτυπώνονται στον παρακάτω πίνακα.
↑« Στρεβίνα ON, Kr. Philippias (Lex. und Philippson, Epirus 253). Der Name kann gedeutet werden als slav. *Trěbьna Rodeort, wozu auch Trebbin. Trebnitz, skr. Trebnje, auch Trebinje, Trebino, gehören. Es besteht aber auch die Möglichkeit einer Auffasung als »Grasort«, bulg. Trěvna aus *Trěvьna von trěva »Gras«. Eine Entscheidung ist schwer. In beiden Fällen muß das anlautende Σ- durch Sandhi im Neugriech. Erklärt werden, wie in anderen Beispielen bei G. Meyer, Analecta Graeciensia (Graz 1893) S. 1 ff. Die falsche Worttrennung konnte aufkommen in *εἰς Τρεβίνα.», Die Slaven in Griechenland, Max Vasmer, Βερολίνο, Πρωσσική Ακαδημία Επιστημών, 1941.
↑«The chief villages in Kambo are Mehmetjaus and Rakhi.In Kervasara are Strivina, Kometzadhes, Muliana, Klisura, near Pendepigadhia, and Akoghi. Filipiadhes on the river of St. George half an hour from Strivina», Travels in northern Greece - Volume 4, William Martin Leake, p202.
↑Ιστορία Αλή πασά του Τεπελενλή / Σπ. Π. Αραβαντινού. Συγγραφείσα επί τη βάσει ανεκδότου έργου του Παναγιώτου Αραβαντινού, 1895, σελ.601
↑Χρονογραφία της Ηπείρου : των τε ομόρων ελληνικών και ιλλυρικών χωρών διατρέχουσα κατά σειράν τα εν αυταίς συμβάντα από του σωτηρίου έτους μέχρι του 1854. / Συντεταγμένη υπό Παναγιώτου Αραβαντινού, σελ.320, εκδ.1856.
↑Οδοιπορικά Ηπείρου και Θεσσαλίας / υπό του παρά τω Υπουργείω των Στρατιωτικών Επιτελικού Γραφείου, Ι.Κοκίδης, Αθήνα 1880.
↑Δοκίμιον Ιστορικόν περί Άρτης και Πρεβέζης(εκδ.1884).
↑Ιστορία του Ελληνοτουρκικού πολέμου : από της ενάρξεως της τελευταίας Κρητικής επαναστάσεως μέχρι του πέρατος του πολέμου, γραφείσα επί τη βάσει των επισήμων εγγράφων και των ασφαλεστέρων πληροφοριών μετά πολλών εικόνων και τοπογραφικών χαρτών / Ηλία Ι. Οικονομοπούλου,1897, σελ.462.
↑Το ύστερο Γιαννιώτικο Πασαλίκι : χώρος, διοίκηση και πληθυσμός στην τουρκοκρατούμενη Ηπειρο (1820-1913), Μιχάλης Κοκολάκης,σελ.492 [2]
↑Η απελευθέρωση της Πρέβεζας, Καράμπελας Νίκος, εκδ.Συλλογές, 1992, ISBN 960-7463-005.
↑Γενικόν Επιτελείον Στρατού: ο Ελληνικός στρατός κατά τους Βαλκανικούς πολέμους 1912-1913.Tόμοι Ά-΄Γ.