Ο Καθεδρικός Ναός του Σπάιερ, επίσημα η Αυτοκρατορική Καθεδρική Βασιλική της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και του Αγίου Στεφάνου, (Λατινικά: Domus sanctae Mariae Spirae, γερμανικά: Dom zu Unserer lieben Frau in Speyer) στο ΣπάιερΓερμανίας, είναι η έδρα τού Ρωμαιοκαθολικού Επισκόπου του Σπάιερ και είναι βοηθός επισκοπής για τη Ρωμαιοκαθολική Αρχιεπισκοπή του Μπάμπεργκ. Ο καθεδρικός ναός είναι αφιερωμένος στην Παναγία προστάτιδα του Σπάιερ ("Patrona Spirensis") και στον Άγιο Στέφανο.[3]Ο Πάπας Πίος ΙΑ' προήγαγε τον Καθεδρικό Ναό του Σπάιερ στο βαθμό της μικρής βασιλικής της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας το 1925.
Έναρξης του 1030 υπό τον Κορράδο Β', με το ανατολικό άκρο και την ψηλή κάμαρα του 1090-1103, την επιβλητική τρίκλιτη θολωτή βασιλική από κόκκινο ψαμμίτη είναι το «αποκορύφωμα ενός σχεδίου το οποίο ήταν εξαιρετικά μεγάλη επιρροή στη μεταγενέστερη ανάπτυξη της Ρομανικής αρχιτεκτονικής κατά τον 11ο - 12ο αιώνα».[4] Ως τόπος ταφής για τους αυτοκράτορες και βασιλιάδες των Σαλίων, των Χοενστάουφεν και των Αψβούργων, ο καθεδρικός ναός θεωρείται ως ένα σύμβολο της αυτοκρατορικής εξουσίας.[5][6] Με το Αβαείο του Κλυνή ερειπωμένο, παραμένει η μεγαλύτερη Ρομανική εκκλησία.[7] Θεωρείται «ένα σημείο καμπής στην Ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική»,[8]
ένα από τα πιο σημαντικά αρχιτεκτονικά μνημεία της εποχής του[9] και ένα από τα καλύτερα Ρωμανικά μνημεία.[10][11][12]
Σχέδιο του 19ου αιώνα που απεικονίζει το σύστημα στήριξης της θολωτής οροφής με διπλή προσάραξη
Το εσωτερικό προς τα ανατολικά
Το 1025 ο Κορράδος Β' διέταξε την κατασκευή της μεγαλύτερης εκκλησίας του Χριστιανικού Δυτικού κόσμου στην πόλη Σπάιερ που επρόκειτο επίσης να αποτελέσει τη στερνή του κατοικία. Η κατασκευή άρχισε το 1030 στο χώρο μιας παλαιάς βασιλικής η οποία βρισκόταν σε ένα υπερυψωμένο πλάτωμα δίπλα στο Ρήνο αλλά δεν κινδύνευε από πλημμύρες. Μαζί με τον Καθεδρικό του Σαντιάγο ντε Κομποστέλα (έναρξη 1075), το Αβαείο του Κλυνύ (έναρξη 1085), και τον Καθεδρικό του Ντάραμ (έναρξη 1093), ήταν το πιο φιλόδοξο έργο της εποχής του.[16] Ο κόκκινος ψαμμίτης για το κτίριο προήρθε από τα βουνά του Δάσους του Παλατινάτου και πιστεύεται ότι μεταφέρθηκαν μέσω του Σπάιερμπακ, ενός παραπόταμου που κυλάει από τα βουνά στο Ρήνο του Σπάιερ.[17] Ούτε ο Κορράδος Β' ούτε ο γιος του Ερρίκος Γ' είδαν τον ολοκληρωμένο καθεδρικό. Ο Κορράδος Β' πέθανε το 1039 και ενταφιάστηκε στον καθεδρικό ναό ενώ ήταν ακόμα υπό κατασκευή, ενώ ο Ερρίκος Γ' τάφηκε δίπλα του στο 1056. Οι τάφοι είχαν τοποθετηθεί στην κεντρική νησίδα μπροστά από το βωμό.
Κοντά στην ολοκλήρωση, ο καθεδρικός εγκαινιάστηκε το 1061. Σε αυτή τη φάση της κατασκευής, που ονομάζεται Σπάιερ Α', αποτελούταν από μία Δυτική είσοδο, κυρίως ναό με δύο κλίτη και ένα εγκάρσιο κλίτος. Υπήρχε χώρος για την χορωδία και μία πρώτη αψίδα που ήταν στρογγυλή στο εσωτερικό αλλά τετραγωνισμένη στο εξωτερικό. Ο κυρίως ναός είχε μια επίπεδη ξύλινη οροφή αλλά τα κλίτη ήταν θολωτά, καθιστώντας τον καθεδρικό ναό, το δεύτερο μεγαλύτερο θολωτό κτίριο βόρεια των Άλπεων (μετά τον Καθεδρικό Ναό του Άαχεν). Θεωρείται το πιο εντυπωσιακό επίτευγμα της πρώιμης αρχιτεκτονικής των Σαλίων.[4][18]
Περί το 1090 ο Αυτοκράτορας Ερρίκος Δ' ξεκίνησε εργασίες ανακατασκευής προς διεύρυνση του καθεδρικού. Κατεδάφισε τα ανατολικά τμήματα και ενίσχυσε τα θεμέλια σε βάθος μέχρι και 8 μέτρα. Μόνο οι χαμηλοί όροφοι και η κρύπτη παρέμειναν άθικτα. Ο κυρίως ναός ανυψώθηκε κατά 5 μέτρα και η επίπεδη ξύλινη οροφή αντικαταστάθηκε με ένα σταυροθόλιο.[19][20]
Ο διευρυμένος καθεδρικός ναός, Σπάιερ Β', ολοκληρώθηκε το 1106, την ίδια χρονιά που πέθανε ο Ερρίκος Δ'. Με μήκος 134 μ. και πλάτος 43 μ. ήταν ένα από τα μεγαλύτερα κτίρια της εποχής του.[6][21]
Στους επόμενους αιώνες ο καθεδρικός ναός παρέμεινε σχετικά αμετάβλητος. Σε ένα σχέδιο του 1610 έχει προστεθεί ένα Γοτθικό παρεκκλήσι στο βόρειο κλίτος. Σε ένα σχέδιο του 1750 ο καθεδρικός απεικονίζεται με κατεστραμμένο το μεσαίο τμήμα του.
Στον καθεδρικό ενταφιάστηκαν οκτώ αυτοκράτορες και βασιλιάδες και ορισμένες από τις γυναίκες τους:
Μολονότι η πόλη επανειλημμένα καταλήφθηκε και λεηλατήθηκε, ο καθεδρικός της επέζησε από τον Τριακονταετή Πόλεμο (1618-1648) με ελάχιστες ζημιές. Κατά τον Εννεαετή Πόλεμο (Πόλεμος για την Διαδοχή του Παλατινάτου 1688-97), οι άνθρωποι του Σπάιερ έφεραν τα έπιπλα και τα υπάρχοντά τους στην εκκλησία, και στοιβάζοντάς τα σε αρκετά μέτρα ύψος ήλπιζαν να σωθούν από τα γαλλικά στρατεύματα του Λουδοβίκου ΙΔ' που λεηλατούσαν την πόλη. Όμως, την 31η Μαΐου 1689 οι στρατιώτες μπήκαν μέσα, λεηλάτησαν τους βασιλικούς τάφους και έκαψαν τα πάντα. Εκείνη την ημέρα, σχεδόν όλη η πόλη Σπάιερ κάηκε. Στην πυρκαγιά το δυτικό τμήμα του κυρίως ναού κατέρρευσε και τα διακοσμητικά Γοτθικά στοιχεία καταστράφηκαν.[13]
Για σχεδόν έναν αιώνα μόνο το ανατολικό τμήμα του ναού ήταν ασφαλές και κατάλληλο για λειτουργία. Το κτίριο αποκαταστάθηκε εν μέρει κατά τα έτη 1748 - 1772 υπό την καθοδήγηση του Φρανζ Ιγκναζ Νεουμαν.
Το 1792 το Σπάιερ καταλήφθηκε και πάλι, αυτή τη φορά από τα γαλλικά επαναστατικά στρατεύματα, και για άλλη μια φορά ο καθεδρικός ναός λεηλατήθηκε. Κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων (1803 - 1815) ο καθεδρικός χρησιμοποιήθηκε ως στάβλος και αποθήκη για ζωοτροφές και άλλα υλικά. Μετά τη νίκη του Ναπολέοντα στη Μάχη του Λύτσεν το 1813, περίπου 4.000 τραυματισμένοι στρατιώτες ήρθαν στο Σπάιερ. Μετά τη μάχη της Λειψίας ήρθαν ακόμη περισσότεροι και ο καθεδρικός ναός λειτούργησε ως στρατιωτικό νοσοκομείο.
Ως αποτέλεσμα του Συνέδριου της Βιέννης (1815), το Σπάιερ και το Παλατινάτο πέρασαν στην κατοχή της Βαυαρίας. Κατ ' εντολή του Βασιλιά Λουδοβίκου Α' της Βαυαρίας οι εσωτερικοί τοίχοι του ναού διακοσμήθηκαν με Ναζωραίε τοιχογραφίες (1846-1853). Το 1854-1858 ο Βασιλιάς Μαξιμιλιανός Β' αντικατέστησε την μπαρόκ Δυτική είσοδο με μια Νεο-Ρομανική, με τους δύο ψηλούς πύργους και έναν οκτάπλευρο τρούλο που έμοιαζαν με αυτούς που χάθηκαν, οπότε αποκαταστάθηκε η συνολική Ρομανική εμφάνιση του καθεδρικού. Οι στέγες χαμηλώθηκαν και καλύφθηκαν με χαλκό. Μόνο στο Γοτθικό σκευοφυλάκιο διατηρήθηκε η στέγη σχιστόλιθου.
Στο σχεδιασμό της δυτικής πρόσοψης ο Χάινριχ Χουμπς, ένας αρχιτέκτονας στις αρχές του Ιστορικισμού, δημιούργησε ένα Νέο Ρομανικό σχέδιο κλιμακώνοντας τα παράθυρα διαφορετικά και εισάγοντας ένα αέτωμα στην πρόσοψη, μια σειρά από αγάλματα πάνω από την κύρια πύλη και πολύχρωμες λιθοδομές σε κίτρινο και κεραμιδί. Αυτές οι αποκαταστάσεις συνέπεσαν με την ανάπτυξη του Ρομαντισμού και του γερμανικού εθνικισμού, κατά τη διάρκεια των οποίαν πολλά κτίρια αποκαταστάθηκαν με τις Ρομανικές και Γοτθικές τεχνοτροπίες της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Καθεδρικός του Σπάιερ προάχθηκε σε εθνικό μνημείο.
Στις αρχές του 20ου αιώνα το κλίμα είχε αλλάξει. Το 1916 ο Γκεοργκ Ντεχιο, ένας Γερμανός ιστορικός της τέχνης, ήταν πεπεισμένος ότι ανάμεσα σε όλα τα δεινά που συνέβηκαν στον καθεδρικό ναό, οι τροποποιήσεις του 19ου αιώνα δεν ήταν οι μικρότερες.[3]
Οι τάφοι των αυτοκρατόρων και βασιλέων ήταν αρχικά τοποθετημένοι στο κεντρικό κλίτος μπροστά από το ιερό. Με την πάροδο των αιώνων η γνώση για την ακριβή θέση τους χάθηκε. Σε μια μεγάλη εκστρατεία ανασκαφών το 1900 ανακαλύφθηκαν οι τάφοι και όταν ανοίχτηκε διαπιστώθηκαν οι ταυτότητες των ηγεμόνων. Κάποια από τα περιεχόμενα, όπως ρούχα, παρουσιάζονται στο Ιστορικό Μουσείο του Παλατινάτου κοντά στον καθεδρικό ναό. Τα ανακαινισμένα φέρετρα μεταφέρθηκαν σε μια πρόσφατα κατασκευασμένη κρύπτη ανοικτή για το κοινό, κάτω από τον κεντρικό βωμό το 1906.
Η αναστήλωση του ναού, που άρχισε το 1957 επιδίωκε συντήρηση της δομής και ανάπλαση της αρχικής ατμόσφαιρας του εσωτερικού.[22] Μερικά από τα γύψινα και τους πίνακες του 19ου αιώνα είχαν αφαιρεθεί από τους τοίχους. Μόνο ένας κύκλος με 24 σκηνές από τη ζωή της Παναγίας ανάμεσα στα παράθυρα του κυρίως ναού έχουν διασωθεί.[21]
Διαστάσεις
Συνολικό μήκος: 134 μ. (από τα σκαλιά της είσοδου έως τον εξωτερικό τοίχο της ανατολικής αψίδας)
Εξωτερικό πλάτος του κυρίως ναού (με τα κλίτη): 37,62 μ (από εξωτερικό τοίχο σε εξωτερικό τοίχο)
↑ 3,03,1«speyer.de | Speyer Cathedral». web.archive.org. 13 Ιουνίου 2006. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Ιουνίου 2006. Ανακτήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 2019.CS1 maint: Unfit url (link)