Διακρίθηκε στη θέση του επιθετικού. Αγωνίστηκε στην ΡΚΣ Λβοφ από το 1936 έως το 1939, στη Σπαρτάκ Λβοφ από το 1940 έως το 1941 και στη Δυναμό Λβοφ το 1944. Το 1945 εγκατέλειψε τη γενέτειρά του και μεταγράφηκε στη Λέγκια Βαρσοβίας, όπου αγωνίστηκε έως το 1953. Το 1948 αγωνίστηκε στην εθνική Πολωνίας στη νίκη της απέναντι στην εθνική Δανίας με αποτέλεσμα 8-0, που ήταν και η μοναδική διεθνής συμμετοχή του.[12]
Προπονητής
Ακολούθησε σταδιοδρομία ως προπονητής ποδοσφαίρου μετά από σπουδές στη Γυμναστική Ακαδημία της Κρακοβίας. Αρχικά ανέλαβε την ερασιτεχνική Μάριμοντ Βαρσοβίας και στη συνέχεια την εθνική παίδων της Πολωνίας. Το 1959 ανέλαβε τη Λέγκια Βαρσοβίας, την οποία καθοδήγησε έως το 1962 με μια μικρή διακοπή. Οι επόμενες ομάδες του ήταν η ΚΣ Λουμπλινιάνκα για μια σεζόν και η Γκβάρντια Βαρσοβίας από το 1964 έως το 1966.[13]
Από το 1966 έως το 1970 ανέλαβε την εθνική ελπίδων της Πολωνίας. Στη συνέχεια έγινε προπονητής της Εθνικής ομάδας των ανδρών της Πολωνίας, οδηγώντας την σε πολύ μεγάλες επιτυχίες και στο ποδοσφαιρικό ζενίθ της ιστορίας της. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου το 1972 η εθνική ομάδα της Πολωνίας κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο. Δύο χρόνια αργότερα στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974 στη Γερμανία, η εθνική Πολωνίας του Γκούρσκι κατέκτησε την τρίτη θέση, επικρατώντας στο μικρό τελικό της κατόχου του τίτλου Βραζιλίας. Το 1976 κατέκτησε το ασημένιο μετάλλιο στην Ολυμπιάδα του Μόντρεαλ. Στην τεχνική ηγεσία της εθνικής Πολωνίας τον διαδέχτηκε ο Γιάτσεκ Γκμοχ.[12]
Το Δεκέμβριο του 1976 ανέλαβε προπονητής του Παναθηναϊκού αντικαθιστώντας την 9η αγωνιστική τον Αντώνη Μηγιάκη, που είχε αναλάβει προσωρινά την ομάδα ως υπηρεσιακός προπονητής μετά την αποπομπή του Αϊμόρε Μορέιρα. Ο Παναθηναϊκός είχε τερματίσει την προηγούμενη σεζόν στην 4η θέση, χάνοντας τη δυνατότητα να αγωνιστεί στο Κύπελλο ΟΥΕΦΑ. Η περίοδος 1976-77 δεν είχε ξεκινήσει ευνοϊκά και οι απαιτήσεις από το Γκούρσκι περιορίζονταν στο να διεκδικήσει την έξοδο στην Ευρώπη.[14] Ο Γκούρσκι όμως ανέτρεψε ακόμα και τις καλύτερες προσδοκίες και κατέκτησε όλους τους τίτλους που διεκδικούσε ο Παναθηναϊκός την περίοδο 1976-77. Κατέκτησε το πρωτάθλημα Ελλάδας, φέρνοντας την πρώτη θέση στον Παναθηναϊκό μετά από 5 χρόνια χωρίς πρωτάθλημα. Έγινε ο δεύτερος προπονητής του Παναθηναϊκού, 47 χρόνια μετά τον Γιόζεφ Κίνσλερ το 1930, που κέρδισε εντός κι εκτός έδρας το ντέρμπι των αιωνίων. Κατέκτησε επίσης το Κύπελλο Ελλάδας απέναντι στον ΠΑΟΚ, ενώ έγινε ο πρώτος και μοναδικός ως τώρα προπονητής του Παναθηναϊκού που κατέκτησε διεθνή διοργάνωση. Ο Παναθηναϊκός την περίοδο 1976-77 αγωνίστηκε στο Βαλκανικό Κύπελλο και αναδείχθηκε τροπαιούχος του θεσμού για το 1977 (ο τελικός μεταφέρθηκε στην επόμενη σεζόν, ενώ είχε ξεκινήσει η επόμενη διοργάνωση). Ο Γκούρσκι αποχώρησε από τον Παναθηναϊκό στα μέσα της περιόδου 1978-79.[15]
Στη συνέχεια ανέλαβε προπονητής της Καστοριάς[16] δημιουργώντας μια πολύ αξιόλογη ομάδα, η οποία λίγο μετά την αποχώρησή του στα μέσα της σεζόν 1979-80, κατέκτησε το Κύπελλο Ελλάδας. Επόμενη ομάδα του υπήρξε ο Ολυμπιακός, με τον οποίο κατέκτησε συνολικά τέσσερις τίτλους. Αναδείχθηκε πρωταθλητής Ελλάδας το 1980, κάτι που επανέλαβε και το 1981, οπότε κατέκτησε και το κύπελλο εκείνης της σεζόν πετυχαίνοντας νταμπλ. Την περίοδο 1981-82 επέστρεψε στη Λέγκια Βαρσοβίας. Το Φεβρουάριο του 1983 ανέλαβε και πάλι τον Ολυμπιακό σε μια περίοδο που το πρωτάθλημα φαινόταν να έχει χαθεί,[17] αλλά στο τέλος της χρονιάς ο Γκούρσκι κατάφερε να αναδειχθεί για 4η φορά πρωταθλητής Ελλάδας στην καριέρα του. Στη συνέχεια ανέλαβε την ομάδα του Εθνικού Πειραιώς από το 1983 έως το 1985.[16] Το 1985 ανέλαβε και πάλι τον Παναθηναϊκό σε συνεργασία με τον Πιετρ Πάκερτ. Ο Παναθηναϊκός κατέκτησε το νταμπλ, όμως ο Γκούρσκι αποχώρησε από την τεχνική ηγεσία προτού ολοκληρωθεί η περίοδος.[18]