Η Κίμωλος είναι νησί των Δυτικών Κυκλάδων. Βρίσκεται 150 χλμ νοτιοανατολικά του Πειραιά, 0,5 ναυτικά μίλια βόρεια της Μήλου (από την οποία και χωρίζεται από το «στενό Αμμώνι»[1][2] πλάτους μόλις 1 χλμ.), 1,1 νμ βορειοδυτικά της Πολυαίγου και 7,5 νμ νοτιοδυτικά της Σίφνου. Μεταξύ της Μήλου και της Πολυαίγου βρίσκονται και οι βραχονησίδες Κασσέλες, Άγιος Γεώργιος, Μανωλονήσι και Άγιος Ευστάθιος (ή Αϊ-Φτάθης ή Πυργί) στον οποίο και υπάρχει φάρος που εξυπηρετεί τη ναυσιπλοΐα στο θαλάσσιο πέρασμα μεταξύ Κιμώλου και Πολυαίγου ή «στενό Πυργί»[3]. Το σχήμα της Κιμώλου είναι περίπου κανονικού πενταγώνου με διάμετρο 7 μιλίων και ανάπτυγμα ακτών περίπου 40 χλμ. ενώ ο παράπλους της φθάνει τα 18 περίπου μίλια. Η απόσταση των λιμένων Πειραιά και Ψάθης είναι 89 νμ βάσει της προβλεπόμενης ρότας.
Στον Δήμο Κιμώλου υπάγεται η Πολύαιγος καθώς και δύο μικρότερα νησιά: ο Άγιος Ευστάθιος (Αϊ-Φτάθης) και ο Άγιος Γεώργιος (Αϊ-Γιώργης) ο οποίος είναι ιδιοκτησία κληρονόμων Κιμώλιου πλοιοκτήτη[4].
Το νησί έδωσε το όνομά του στο λευκό πέτρωμα, τη γνωστή από τους μαυροπίνακες κιμωλία. Μικρότεροι οικισμοί που κατοικούνται κυρίως το καλοκαίρι είναι η Ψάθη, το Ρέμα, η Γούπα, ο Καρράς, τα Πράσα, η Αλυκή, και η Μπονάτσα. Απέναντι από το ναό της Παναγίας της Οδηγήτριας υπάρχει το Αρχαιολογικό Μουσείο και μέσα στο Κάστρο το Λαογραφικό Μουσείο[5].
Ιστορία
Μυθολογία - Αρχαιότητα
Η Κίμωλος είναι νησί με πλούσιες ιστορικές καταγραφές. Σύμφωνα με την παράδοση, πρώτος μυθικός οικιστής της υπήρξε ο Κίμωλος (σύζυγος της Σίδης, κόρης του Ταύρου), στον οποίο οφείλει το όνομά της. Ήταν επίσης γνωστή και σαν Εχινούσα[1], πιθανόν λόγω της έχιδνας (οχιάς) Macrovipera lebetinus schweizeri, που ακόμη και σήμερα αφθονεί στο νησί. Κατά την αρχαιότητα, η Κίμωλος είχε δύο θαυμάσιους λιμένες των οποίων τα λείψανα υπάρχουν στη θέση «Ελληνικά»[1], ενώ στο λιμάνι της Ψάθης υπάρχουν λαξευτά νεωλκεία (όμοια με εκείνα της Αίγινας στη θέση «Στρατηγού») που οι ντόπιοι αποκαλούν «σύρματα» ή «μαγαζιά».
Η Κίμωλος συμμετείχε στην Α΄ Αθηναϊκή Συμμαχία (425 - 424 π.Χ.) κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου[6] και υπήρξε πεδίο μαχών των Αθηναίων, που την κυρίευσαν, αφού προηγουμένως τη λεηλάτησαν, όταν οι Σπαρτιάτες, είχαν υποτάξει τη γειτονική Μήλο. Μάλιστα, όπως προκύπτει ιστορικά υποχρεώθηκε στην καταβολή στους Αθηναίους φόρο υποτέλειας χιλίων δραχμών.
Από το 1383 και μετά από την κατάληψή του από τους Οθωμανούς (1537) το νησί διοικήθηκε από την οικογένεια Κρίσπι ως δούκες της Νάξου και του Αρχιπελάγους (duci di Nasso e dell' Archipelago). Από το 1566 έως το 1579 ο Σουλτάνος Σελίμ Β' παραχώρησε τη διοίκηση της Κιμώλου και άλλων νησιών των Κυκλάδων στον Ισπανό Εβραίο ευνοούμενό του Ιωσήφ Νάζη τον οποίο ονόμασε Βασιλέα της Νάξου και Δωδεκανήσου (=έτσι ονόμαζαν οι Βυζαντινοί τις Κυκλάδες)[7][6].
Συχνά όμως τη νήσο επισκέπτονταν πειρατές τους οποίους φοβούνταν και οι Τούρκοι. Το 1638 η Κίμωλος καταλήφθηκε και πυρπολήθηκε από τους πειρατές, οπότε οι κάτοικοι κατέφυγαν στη Σίφνο, εναπομείναντες μόνο 200 στη νήσο. Φαίνεται όμως πως οι Κιμώλιοι αδυνατώντας να αντιμετωπίζουν μόνοι τους κάθε φορά τους πειρατές αναγκάσθηκαν να συμφιλιωθούν με αυτούς και να τους παρέχουν ακόμη και υπηρεσίες. Σε αυτό οφείλεται και η μεγάλη ναυτική εμπειρία τους που είχε εκτιμηθεί τα χρόνια εκείνα και από τους Γάλλους αλλά και από τον Σουλτάνο τον οποίο και θεωρούσαν μέγα προστάτη, ενώ έσπευδαν να πληρώσουν τον φόρο υποτέλειας, 1.400 γρόσια ετησίως, και μάλιστα με ιδιαίτερη σπουδή στον Καπουδάν Πασά που επισκέπτονταν την Κίμωλο μια φορά το χρόνο. Από το 1678 στην Κίμωλο εγκαταστάθηκαν διπλωματικοί αντιπρόσωποι, Ολλανδός υποπρόξενος καθώς και Γάλλος το 1727, οι οποίοι κάλυπταν τους καθολικούς νησιώτες. Μάλιστα ανήγειραν και καθολική εκκλησία της «Μαντόνα ντι Ροζάριο» ερείπια της οποίας υφίστανται και σήμερα. Από τους καθολικούς εκείνους μόνο μια οικογένεια ευγενών ζούσε στο νησί το 1778, στη μεγάλη θαλάσσια πειρατεία που είχε συμβεί το έτος εκείνο, κατά περιγραφή του περιηγητή Σοννίνι, που και αυτή η οικογένεια των Μπρεστ, το 1795 εγκαταστάθηκε στη Μήλο.[8]
Στην περίοδο των Ορλωφικών και των Ρωσοτουρκικών Πολέμων (1770 - 1774) υποτάχθηκαν στους Ρώσους οι οποίοι εντόπισαν ποσότητες αργυρούχου βαρυτίνης στην περιοχή αυτή προσπάθησαν ανεπιτυχώς να την εκμεταλλευτούν, τότε ήδη η νήσος λεγόταν Αρζιαντιέρα, οπότε και άρχισε η εξαγωγή της μοναδικής στο είδος της, κιμώλιας γης, με συνέπεια το νησί να καταστεί και εμπορικός κόμβος. Η Κίμωλος προσαρτήθηκε μαζί με όλες τις Κυκλάδες στην υπόλοιπη Ελλάδα το 1830, όταν αναγνωρίστηκε ανεξάρτητο κράτος ως «Βασίλειο της Ελλάδος»[1].
Πληθυσμός
Ο πληθυσμός ανέρχεται στους 810 κατοίκους σύμφωνα με την απογραφή του 2021. Οι περισσότεροι από τους κάτοικους απασχολούνται στον τουρισμό κατά την καλοκαιρινή περίοδο, ενώ τους υπόλοιπους μήνες ασχολούνται με την γεωργία. Οι νεότεροι των κατοίκων απασχολούνται κυρίως στα λατομεία[9] των Πράσων και της γειτονικής Μήλου. Υπάρχουν επίσης ναυτικοί[5], αλιείς, τεχνίτες, έμποροι, κτηνοτρόφοι και ελεύθεροι επαγγελματίες.
Η Κίμωλος είναι έδρα του ομώνυμου Δήμου της Περιφερειακής Ενότητας Μήλου. Το νησί διαθέτει Πολυδύναμο Περιφερειακό Ιατρείο, Αστυνομικό Σταθμό, Δημοτικό σχολείο, Γυμνάσιο με Λυκειακές Τάξεις, Ταχυδρομείο, ΑΤΜ Εθνικής και Eurobank[10]. Η πρωτεύουσα του νησιού ονομάζεται Κίμωλος ή Χωριό (και όχι Χώρα) Κιμώλου[5]. Το Χωριό αποτελείται από τους οικισμούς Παλιό και Νέο Χωριό, με το πρώτο να αναφέρεται κυρίως στο Κάστρο και γύρω από αυτό, ενώ το δεύτερο να αναφέρεται γενικά στους νεότερους οικισμούς: Μυζηθρού, Ξεροπηγάδα, Θεοσκέπαστη, Αϊ-Φτάθης, Παύλου, Λεμπούνια, Τσικαλάς, Καρκάνης, Νιάνιαρης, Καψοδάσος, Ξαπλοβούνι, Άγιος Χαράλαμπος[5]. Κύριο επίνειο της Κιμώλου είναι η Ψάθη και απέχει μόλις 800 μέτρα από το Χωριό.
Τα τελευταία χρόνια δραστηριοποιείται στην Κίμωλο με πολύ μεγάλη επιτυχία, μια ομάδα εθελοντών, οι «Κιμωλίστες»[11]. Οι δράσεις τους σχετίζονται με τον πολιτισμό αλλά και με το περιβάλλον. Οργανώνουν τους θερινούς μήνες βραδιές κινηματογράφου[12], μετατρέπουν παλιές βάρκες σε υπαίθριες βιβλιοθήκες, οργανώνουν καθαρισμούς σε παραλίες, αλλά και περιπάτους στα μονοπάτια του νησιού.
Συγκοινωνίες
Σε όλο το νησί επιτρέπονται τα τροχοφόρα οχήματα, με εξαίρεση τμήμα του Χωριού που πεζοδρομείται κατά τις βραδινές ώρες της κύριας τουριστικής περιόδου. Υπάρχει πρατήριο καυσίμων[13], λεωφορείο με προγραμματισμένα δρομολόγια και ένα ταξί. Επίσης διενεργούνται τουριστικές ξεναγήσεις στην γειτονική Πολύαιγο με ιδιωτικά σκάφη, συμβατικά ή ταχύπλοα.
Το νησί συνδέεται με τον Πειραιά με πλοίο όλο το χρόνο. Με τη Μήλο συνδέεται αρκετές φορές την ημέρα μέσω του βόρειου λιμένα της Μήλου, Πολλώνια. Το πορθμείο ανοικτού τύπου (open type ferry) εκτελεί τη διαδρομή σε 25'[14]