Η Αρπαγή της Μπούκλας (αγγλικός τίτλος:The Rape of the Lock) είναι ψευδο-ηρωικό αφηγηματικό ποίημα του Αλεξάντερ Πόουπ. Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά ανώνυμα σε δύο άσματα τον Μάιο του 1712. Μια νέα έκδοση, που διορθώθηκε και επεκτάθηκε σε πέντε άσματα (794 στίχους), δημοσιεύτηκε με το όνομα του Πόουπ τον Μάρτιο 1714. Το σατιρικό ποίημα, εμπνευσμένο από ένα πραγματικό περιστατικό, διακωμωδεί την επιφανειακότητα των ηθών και των αξιών της αριστοκρατίας και της διανόησης της εποχής του.[1]
Ο τίτλος του ποιήματος δεν αναφέρεται στον βιασμό, αλλά σε έναν προγενέστερο ορισμό της λέξης Rape που προέρχεται από το λατινικό rapere - με την έννοια του αρπάζω, απαγάγω - σε αυτή την περίπτωση, η κλοπή και η απαγωγή μιας τούφας μαλλιών.[2]
Παρουσίαση
Το ποίημα σατιρίζει ένα ασήμαντο περιστατικό συγκρίνοντάς το με τον επικό κόσμο των θεών. Βασίστηκε σε ένα πραγματικό περιστατικό που διηγήθηκε στον ποιητή ο φίλος του Τζον Κάρυλλ: η Αραμπέλα Φέρμορ και ο μνηστήρας της, λόρδος Ρόμπερτ Πετρ (7ος βαρώνος Πέτρ), προέρχονταν και οι δύο από αριστοκρατικές καθολικές οικογένειες σε μια εποχή που ο καθολικισμός στην Αγγλία ήταν απαγορευμένος και όλα τα δόγματα εκτός από τον Αγγλικανισμό υπέστησαν νομικούς περιορισμούς και κυρώσεις, για παράδειγμα, ο Πετρ, όντας Καθολικός, δεν μπορούσε να πάρει τη θέση του στη Βουλή των Λόρδων που διαφορετικά ήταν δικαιωματικά δική του. Ο Πετρ, που επιθυμούσε με πάθος την Αραμπέλα, της έκοψε μια τούφα από τα μαλλιά χωρίς την άδειά της. Η διαμάχη που ακολούθησε οδήγησε σε ρήξη μεταξύ των δύο οικογενειών. Ο Πόουπ έγραψε το ποίημα μετά από αίτημα του φίλου του για να προσπαθήσει να «τους συμφιλιώσει εύθυμα.» Χρησιμοποίησε τον χαρακτήρα της Μπελίντα για την Αραμπέλα και εισήγαγε ένα ολόκληρο σύστημα συλφίδων, νεράιδες της κελτικής μυθολογίας προστάτριες των παρθένων, και μια παρωδιακή εκδοχή των θεών των παραδοσιακών επών.[3]
Ύφος
Το ποίημα του Πόουπ χρησιμοποιεί το παραδοσιακό υψηλό ύφος των κλασικών επών με απαράμιλλη στιχουργική δεξιοτεχνία για να τονίσει την επιπολαιότητα του περιστατικού: η απαγωγή της Ελένης της Τροίας εδώ γίνεται κλοπή μιας τούφας μαλλιών, οι θεοί γίνονται αέρινες συλφίδες και η περιγραφή της ασπίδας του Αχιλλέα γίνεται παρουσίαση ενός από τα μεσοφόρια της Μπελίντα. Ο Πόουπ χρησιμοποιεί επίσης το επικό ύφος των επικλήσεων, των θρήνων και των παρομοιώσεων και σε ορισμένες περιπτώσεις προσθέτει παρωδία στη μίμηση ακολουθώντας το πλαίσιο των πραγματικών στίχων της Ιλιάδας του Ομήρου.
Αν και το ποίημα είναι χιουμοριστικό, ο Πόουπ διατηρεί την αίσθηση ότι η ομορφιά είναι εύθραυστη και τονίζει ότι η απώλεια μιας δέσμης μαλλιών αγγίζει βαθιά την Μπελίντα. Όπως καθιστά σαφές η εισαγωγή, οι γυναίκες εκείνης της εποχής έπρεπε ουσιαστικά να είναι όμορφες και η απώλεια της ομορφιάς ήταν μια σοβαρή υπόθεση. Είναι μια σάτιρα για τη κοινωνία της εποχής του που παρουσιάζει διασκεδαστικά τον τρόπο ζωής που ακολουθούσε η ανώτερη κοινωνία.[4]