Η Εποχή της Αεριώθησης είναι η περίοδος στην ιστορία της αεροπορίας που χαρακτηρίζεται από την έλευση των αεροσκαφών που τροφοδοτούνται από κινητήρες με στρόβιλους, και την κοινωνική αλλαγή που επέφεραν αυτά.
Τα επιβατικά αεροσκάφη είχαν την δυνατότητα να πετούν ψηλότερα, γρηγορότερα και σε μεγαλύτερη απόσταση από τα παλαιότερα ελικοφόρα με κινητήρες πιστονιών, κάνοντας τα υπερηπειρωτικά και τα διηπειρωτικά ταξίδια αρκετά ταχύτερα και ευκολότερα[1]: για παράδειγμα, αεροσκάφη που αναχωρούσαν από την Βόρεια Αμερική και διέσχιζαν τον Ατλαντικό Ωκεανό (και αργότερα, τον Ειρηνικό Ωκεανό) μπορούσαν πλέον να πετάξουν στον προορισμό τους χωρίς στάση, δίνοντας για πρώτη φορά τη δυνατότητα για πρόσβαση σε όλο τον κόσμο με ταξίδια που διαρκούσαν μια ημέρα. Αφού τα μεγάλα αεριωθούμενα επιβατηγά μπορούσαν να μεταφέρουν περισσότερους επιβάτες από τα πιστονοκίνητα αεροπλάνα, η τιμή των αεροπορικών εισητηρίων μπορούσε να μειωθεί[2] (σε σχέση με τον πληθωρισμό), και έτσι άνθρωποι από μεγαλύτερο εύρος κοινωνικών τάξεων μπορούσαν να ταξιδέψουν πέρα από τις χώρες τους.
Πέρα από τα απλά αεριωθούμενα, οι στροβιλοκίνητοι ελικοφόροι κινητήρες είχαν βελτιώσεις στους κινητήρες πιστονιών τους παρέχοντας ομαλή διαδρομή και καλύτερη αποτελεσματικότητα καυσίμων.[3] Μια εξαίρεση στην κυριαρχία των αεριωθούμενων από τα μεγάλα επιβατηγά αεροπλάνα ήταν τα μοντέλα ελικοστροβιλοκινητήρα αντίθετης περιστροφής όπως το Tu-114[4] (πρώτη πτήση το 1957). Αυτό το αεροπλάνο είχε τη δυνατότητα να καλύψει ή ακόμη να περάσει την ταχύτητα, χωρητικότητα και εμβέλεια των συνηθισμένων αεριωθούμενων. Ωστόσο, η χρήση τέτοιων κινητήρων σε μεγάλα αεροσκάφη περιορίστηκε αποκλειστικά σε στρατιωτική χρήση μετά το 1976.
Η εισαγωγή των υπερηχητικών επιβατικών αεροσκαφών τύπου Κονκόρντ σε υπηρεσία το 1976 αναμενόταν να φέρει παρόμοιες κοινωνικές αλλαγές, αλλά το αεροσκάφος δεν είχε ποτέ εμπορική επιτυχία.[5] Μετά από 2,5 δεκαετίες σε υπηρεσία, μια θανάσιμη συντριβή κοντά στο Παρίσι τον Ιούλιο του 2000 καθώς και άλλοι παράγοντες οδήγησαν τελικά στην διακοπή των πτήσεων των Κονκόρντ το 2003.[6] Αυτή ήταν η μοναδική απώλεια στην υπερηχητική μεταφορά στην πολιτική αεροπορία. Μόνο ένα ακόμη μοντέλο υπερηχητικής μεταφοράς χρησιμοποιήθηκε στην πολιτική αεροπορία, το Σοβιετικό Tu-144, αλλά σύντομα αποσύρθηκε εξαιτίας του υψηλού κόστους συντήρησης και άλλων θεμάτων.[7] Οι McDonnell Douglas, Lockheed και Boeing ήταν τρεις Αμερικανικές βιομηχανίες που αρχικά σχεδίαζαν να αναπτύξουν μοντέλα υπερηχητικών μεταφορών από την δεκαετία του 1960, αλλά τα σχέδια εγκαταλήφθηκαν για διάφορους αναπτυξιακούς, χρηματικούς και πρακτικούς λόγους.[8]
Προέλευση
Ο όρος «Εποχή της Αεριώθησης» εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα τέλη της δεκαετίας του 1940.[9] Αυτή την περίοδο, η μοναδική παραγωγή αεριωθούμενων αεροσκαφών ήταν για στρατιωτικά μοντέλα, τα περισσότερα εκ των οποίων ήταν μαχητικά αεροσκάφη. Η έκφραση αυτή αντικατοπτρίζει την αναγνώριση της επιρροής που είχαν φέρει οι κινητήρες αεριώθησης, ή θα το έκαναν σύντομα, μια ριζική αλλαγή στη αεροναυτική και την αεροπορία.
Κατά μία άποψη, η εποχή της αεριώθησης ξεκίνησε με την εφεύρεση των κινητήρων αεριώθησης τις δεκαετίες 1930 και 1940.[10] Στην ιστορία της στρατωτικής αεροπορίας ξεκίνησε το 1944 με την εισαγωγή σε υπηρεσία του βομβαρδιστικού αεροσκάφους αναγνώρισης Arado Ar 234 και του μαχητικού Messerschmitt Me 262 κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.[11][12] Στην πολιτική αεροπορία η εποχή της αεριώθησης ξεκίνησε στην Βρετανία το 1952 με την πρώτη προγραμματισμένη πτήση του επιβατικού de Havilland Comet και στην Αμερική λίγα χρόνια αεργότερα με τα πρώτα Αμερικανικά αεριωθούμενα επιβατικά αεροσκάφη.[13][14]
Πολιτική αεροπορία
Το Βρετανικό de Havilland Comet ήταν το πρώτο επιβατικό αεριωθούμενο αεροσκάφος που πέταξε (1949), τέθηκε σε υπηρεσία (1952), και πραγματοποιούσε τακτικά υπερατλαντικά δρομολόγια (1958). Κατασκευάστηκαν εκατόν δεκατέσσερα αεροσκάφη όλων των τύπων του.[15] Ωστόσο, το πρώτο επιβατικό αεριωθούμενο αεροσκάφος που πραγματοποιούσε συνεχόμενα και αξιόπιστα δρομολόγια ήταν το Σοβιετικό Tupolev Tu-104 (κατασκευάστηκαν 201) το οποίο ήταν το μοναδικό επιβατικό αεροσκάφος που επιχειρούσε σε όλο τον κόσμο μεταξύ 1956 και 1958 (το Comet είχε αποσυρθεί το 1954 εξαιτίας θεμάτων με κατασκευαστικές αστοχίες).[16] Τα Comet και Tu-104 ξεπεράστηκαν αργότερα σε αριθμό παραγωγής από τα Αμερικανικά Boeing 707 (το οποίο τέθηκε σε υπηρεσία το 1958) και Douglas DC-8, το οποίο τέθηκε σε υπηρεσία τα επόμενα χρόνια.[17] Σε άλλους τύπους αυτής της περιόδου συμπεριλαμβάνεται το Γαλλικό Sud Aviation Caravelle.[18]
Όταν το Boeing 707 ξεκίνησε δρομολόγια μεταξύ Νέας Υόρκης και Λονδίνου το 1958, έγινε ο λόγος που αυτή η χρονιά έγινε η πρώτη κατά την οποία οι περισσότεροι επιβάτες κινούνταν μέσω αέρος παρά πλοίων στα υπερατλαντικά δρομολόγια.[19]
Καθώς ο αριθμός των επιβατών αυξήθηκε, το γεγονός να πετούν περισσότερα αεροσκάφη από τα κύρια αεροδρόμια κόμβους ήταν μη πρακτικό. Αντ' αυτού, οι σχεδιαστές κατασκεύασαν μεγαλύτερα αεροσκάφη και οι κατασκευαστές κινητήρων απάντησαν με μεγαλύτερους, ισχυρότερους και πιο αποδοτικούς στην κατανάλωση καυσίμου κινητήρες.[20] Το πρώτο «τζάμπο τζετ» (μεγάλο αεριωθούμενο) ήταν το Boeing 747, το οποίο αύξησε την επιβατική κίνηση στα αεροδρόμια και μείωσε το κόστος του αεροπορικού ταξιδιού, και επιπλέον επιτάχυνε τις κοινωνικές αλλαγές που επέφερε η Εποχή της Αεριώθησης.[21]
Στρατιωτική αεροπορία
Η στρατιωτική αεροπορία είχε εισέλθει στην εποχή της αεριώθησης λίγο νωρίτερα, κατά τα τελευταία στάδια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, η αυξανόμενη χρήση των αεριωθούμενων αεροσκαφών είχε ακόμη μικρή επίδραση, εξυπηρετώντας κυρίως τη συνέχιση των αργών αλλά σταθερών βελτιώσεων στην απόδοση που υπήρχαν από το παρελθόν.[22] Οι υπερηχητικές πτήσεις πραγματοποίησαν ουσιώδη αλλαγή στις επιδόσεις των αεροσκαφών. Το Bell X-1, το πρώτο που έσπασε το φράγμα του ήχου σε επίπεδο πτήσης, ήταν ένας τύπος πειραματικού πυραυλοκίνητου αεροσκάφους[23], ενώ τα αεριωθούμενα παραγωγής τα οποία ακολούθησαν και τέθηκαν σε υπηρεσία μπορούσαν να πετάξουν λίγο γρηγορότερα. Το πρώτο αεριωθούμενο αεροσκάφος που σχεδιάστηκε με βάση την αρχή της υπερηχητικής πτήσης ήταν το Βρετανικό Fairey Delta 2. Στις 10 Μαρτίου 1965 έγινε το πρώτο αεροσκάφος που πέταξε με ταχύτητα γρηγορότερη από 1.600 χιλιόμετρα ανά ώρα (1.000 μίλια ανά ώρα)[24], κηρύσσοντας την εποχή των «γρήγορων αεριωθούμενων» (fast jets) που κατά κανόνα περιοριζόταν σε ταχύτητα 2,2 Μαχ εξαιτίας των διαθέσιμων υλικών παραγωγής. Καθώς τα αεριωθούμενα γινόταν γρηγορότερα, ο οπλισμός τους άλλαξε από όπλα σε βλήματα.[25] Τα αεροηλεκτρονικά συστήματα έγιναν πιο περίπλοκα μαζί με τα συστήματα ραντάρ, πυρασφάλειας και άλλα.[26] Τα αεροσκάφη έγιναν μεγαλύτερα και πιο ακριβά, και έτσι υπήρχε η ανάγκη να γίνουν πιο οικονομικά. Όλα αυτά επηρέασαν, κατά βάθος, τη φύση της στρατιωτικής στρατηγικής κατά τον Ψυχρό Πόλεμο.[27]
↑Green, William (1970). Warplanes of the Third Reich. London: Macdonald and Jane's. σελ. 31.
↑«Sixty years of the jet age». www.flightglobal.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Απριλίου 2013. Ανακτήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου 2017.CS1 maint: Unfit url (link)