Ο δρόμος των 3.000 μέτρων φυσικών εμποδίων είναι το μόνο αγώνισμα φυσικών εμποδίων στις μεγάλες διοργανώσεις στίβου. Είναι ο αγώνας δρόμου με εμποδία με τη μεγαλύτερη απόσταση και είναι γνωστότερος με την ονομασία 3.000 μέτρα στιπλ, που δημιουργήθηκε ως νεολογισμός από την αγγλική λέξη steeplechase, ονομασία ενός αντίστοιχου αγωνίσματος ιππικών αγώνων.
Ο αγώνας ανδρών στα 3.000 μέτρα στιπλ διεξάγεται στους Θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες σε κάθε διοργάνωση από το 1920 και μετά, και στα Παγκόσμια Πρωταθλήματα Στίβου από την έναρξή τους το 1983, ενώ ο αγώνας γυναικών διεξάγεται μόλις από το 2008 στους Ολυμπιακούς Αγώνες και από το 2005 στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Στίβου. Σε κάθε περίπτωση, το αγώνισμα είναι αναγνωρισμένο από τη World Athletics.[1] Στις γυναίκες διεξαγόταν παλαιότερα στις μεγάλες διοργανώσεις ο αντίστοιχος απλός αγώνας δρόμου των 3.000 μέτρων, που σήμερα δεν γίνεται πλέον.
Περιγραφή και κανόνες
Το ύψος των εμποδίων για τους άνδρες είναι 91,4 εκατοστόμετρα, ενώ για τις γυναίκες 76,2 εκατοστόμετρα. Αντιθέτως με τους άλλους αγώνες μετ' εμποδίων, όλοι οι αθλητές ή αθλήτριες υπερπηδούν ένα πλατύ ενιαίο εμπόδιο, που έχει ελάχιστο πλάτος κατά τους κανονισμούς 3,94 μέτρα.
Αμέσως μετά από ένα συγκεκριμένο εμπόδιο της διαδρομής υπάρχει μια «λίμνη», δηλαδή ένα κοίλωμα με νερό με σχήμα ορθογώνιο παραλληλόγραμμο και μήκος, μαζί με το εμπόδιο, 3,66 μέτρα. Το βαθύτερο μέρος του νερού είναι αμέσως μετά το εμπόδιο, όπου φθάνει τα 70 εκατοστόμετρα, ενώ μετά από 30 εκατοστόμετρα το βάθος αρχίζει να μειώνεται κατά τη φορά των δρομέων, έτσι ώστε στο τέρμα του πυθμένα της λίμνης να είναι λιγότερο από 2 εκατοστόμετρα χαμηλότερα από το επίπεδο της διαδρομής. Η σχεδίαση αυτή ανταμείβει τους δρομείς με μεγαλύτερη αλτική ικανότητα σε μήκος, καθώς αυτοί προσγειώνονται σε πιο ρηχό σημείο της λίμνης.
Η απόσταση αντιστοιχεί σε επτάμισι γύρους του κανονικού σταδίου στίβου, οπότε αφού κάθε γύρος του σταδίου έχει 4 εμπόδια και τη μία λίμνη, συνολικά σε έναν αγώνα οι δρομείς πρέπει να υπερπηδήσουν 28 εμπόδια και να περάσουν 7 φορές από τη λίμνη, αρχίζοντας από ένα μέρος του γύρου χωρίς εμπόδια. Υπάρχει η διαφορά ότι σε κάποια στάδια το κοίλωμα της λίμνης βρίσκεται στην εξωτερική πλευρά του γύρου, ενώ στα περισσότερα βρίσκεται στην εσωτερική. Στην πρώτη περίπτωση οι αθλητές διανύουν περισσότερα από 400 μέτρα σε κάθε γύρο, ενώ στη δεύτερη περίπτωση διανύουν λιγότερα από 400 μέτρα. Αυτή η διαφορά στην απόσταση αντισταθμίζεται από το διαφορετικό σημείο που ορίζεται ως η αφετηρία, έτσι ώστε η απόσταση που διανύουν συνολικά οι δρομείς να είναι πάντοτε ακριβώς 3.000 μέτρα.
Αντίθετα με εκείνα που χρησιμοποιούνται στους άλλους αγώνες μετ' εμποδίων, τα εμπόδια του στιπλ δεν ανατρέπονται όταν κτυπηθούν από δρομέα ή και περισσότερους από έναν δρομείς ταυτοχρόνως. Από την άλλη, οι κανόνες του αγωνίσματος επιτρέπουν στον δρομέα να υπερπηδήσει το εμπόδιο με οποιονδήποτε τρόπο, οπότε πολλοί επιλέγουν να πατήσουν στο επάνω μέρος του, ώστε να μειώσουν την πιθανότητα να σκοντάψουν σε αυτό.[2]
Ρεκόρ
Παγκόσμιο ρεκόρ
Eπειδή οι κανονισμοί σχετικά με το ύψος, τον αριθμό και τα χαρακτηριστικά των εμποδίων επισημοποιήθηκαν μόλις το 1954, το πρώτο παγκόσμιο ρεκόρ στον αγώνισμα των ανδρών αναγνωρίσθηκε από την IAAF το έτος αυτό, και από τότε έχει καταρριφθεί ή ισοφαρισθεί επισήμως 32 φορές. Το πρώτο παγκόσμιο ρεκόρ στο αγώνισμα των γυναικών αναγνωρίσθηκε από την IAAF το 1999 και από τότε έχει καταρριφθεί επισήμως 11 φορές.
Άνδρες
Η εξέλιξη του επίσημου παγκόσμιου ρεκόρ στο αγώνισμα των ανδρών φαίνεται στον ακόλουθο πίνακα. Πριν από αυτό, ως ο πρώτος άνθρωπος που έτρεξε τη διαδρομή σε χρόνο μικρότερο των εννέα λεπτών αναφέρεται ο Σουηδός δρομέας Έρικ Ελμσότερ (Erik Elmsäter)[3] το 1944.