Οι πρώτες προσπάθειες στατιστικής σε οργανωμένη βάση είχαν ήδη γίνει από την Κυβέρνηση Καποδίστρια αρχικά με την απογραφή του 1828. Το 1830, ο Ιωάννης Καποδίστριας είχε ζητήσει από τη Γερουσία να προχωρήσει σε σύσταση Στατιστικής Επιτροπής (Commission Statistique) και είχε καταγράψει αναλυτικές οδηγίες προς την επιτροπή αυτή[1].
Σκοπός του γραμματέα (υπουργού) επί των Εσωτερικών, Ιωάννη Κωλέττη ήταν να εφαρμόσει τις τελευταίες ευρωπαϊκές ιδέες και να αξιοποιήσει Γάλλους φιλέλληνες στο νεοσύστατο ελληνικό βασίλειο. Αναφέρεται ότι το γραφείο αυτό συστάθηκε μετά από προσπάθειες του Γκυστάβ ντ'Εϊστάλ, οπαδού των ιδεών του Ανρί ντε Σαιν-Σιμόν[4] βάζοντας την Ελλάδα ανάμεσα στις Ευρωπαϊκές χώρες που τότε ίδρυαν αντίστοιχα γραφεία στατιστικής[5].
Αρχική στελέχωση
Στο Γραφείο της Δημοσίου Οικονομίας διορίστηκαν λοιπόν το 1834 τρεις σύμβουλοι, ο Νικόλαος Πονηρόπουλος, ο Αλέξανδρος Ρουζιού (Alexandre Roujoux) και ο Γουσταύος Έιχταλς (Gustave d’Eichthal), με ένα μηχανικό, τον αρχιγεωμέτρη κο Γεβχάρδο (Dismas A. Gebhard), δυο γραμματείς (Παναγιώτης Δαμύλος και Ρίζος Δημάρατος) και έναν γραφέα (Δημήτριος Στεφάνου Ησαΐας)[6][7]. Ο Εϊστάλ περιγράφει τον Πονηρόπουλο ως έναν άνθρωπο πενήντα ετών που είχε ασχοληθεί με το εμπόριο για δεκαπέντε χρόνια στη Μεσόγειο και την Αδριατική, ο οποίος κατά την επανάσταση είχε μαζέψει σώμα αποτελούμενο από χίλιους πεντακόσιους ανθρώπους από την Αρκαδία με το οποίο είχε σημαντικό ρόλο στη μάχη κατά του Δράμαλη, ενώ είχε εκλεγεί και στις εθνοσυνελεύσεις και είχε εμπειρία σε δημόσιες θέσεις. Αντίστοιχα, περιγράφει τον Ρουζιού ως έναν δυναμικό νέο εικοσιτεσσάρων ετών, με γνώση της ελληνικής γλώσσας και καλή συνεργασία με τους Έλληνες, χωρίς την ενεργητικότητα και την εργατικότητα του οποίου δε θα αναλάμβανε τέτοιο έργο[8].
Στόχοι του Γραφείου
Συνίσταται παρά τη ημετέρα επί των Εσωτερικών Γραμματεία ιδιαίτερον τμήμα δια τον χωρογραφικόν και πολιτοοικονομικόν κλάδον της αρμοδιότητός της, το οποίον είναι ιδίως επιφορτισμένον την επιστασίαν και ενίσχυση του αποικισμού
Το Γραφείο της Δημόσιας Οικονομίας είχε ξεκάθαρο στόχο την ανάπτυξη και εκμετάλλευση της Ελλάδας, μέσω του εποικισμού με Ευρωπαίους εποίκους. Μετρώντας τον πληθυσμό, την έκταση και τις πλουτοπαραγωγικές πηγές, θα υπεδείκνυε τα εδάφη που θα μοίραζε το κράτος, όπως είχε γίνει λίγο νωρίτερα με τον διαμοιρασμό γης στους αγωνιστές της απελευθέρωσης. Παρόλο που αρχικά αυτός ο οραματισμός ήταν κρατικό σχέδιο, στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε, ταυτόχρονα με την αποχώρηση του Κωλέττη από την Ελλάδα, για να διορισθεί πρέσβης στο Παρίσι, όπου τον ακολούθησε ο Ντ' Εϊστάλ.
Σε έναν κατάλογο 48 άρθρων, ο νομοθέτης θέτει ως στόχους τη σύνταξη καταλόγου χωριών / πόλεων / επαρχιών / δήμων, ποιες γαίες είναι ιδιωτικές και ποιες δημόσιες, θέση και φύση τους (καλλιεργημένες / δάση / αγροί κλπ., αριθμό καρποφόρων δένδρων ανά περιοχή / δήμο, υδραγωγεία, ποτάμια και ρυάκια, ανεμόμυλους και ελαιοτριβεία, τα «εθνικοιδιόκτητα κτήματα», μεταλλεία, αριθμό ποιμνίων και φορτηγών ζώων, κατάλογο των κατοίκων, φυσικά όρια, δικαιώματα παλαιών ιδιοκτησιών, τις αρχαιότητες, αλλά και τον σχεδιασμό καναλιών, τοποθεσίας εργοστασίων, οδών, προτάσεις για καταστήματα πίστης (τράπεζες), για τα λιμάνια, μέτρα και σταθμά, νομισματικό σύστημα, αποικισμό Ελλήνων που βρίσκονται εκτός της επικράτειας, αλλά και ξένων, να σημειώνει αριθμό νέων για στρατολογικούς σκοπούς, τοπογραφικό πίνακα όλου του βασιλείου, στοιχεία εμπορίου, βιομηχανίας και όσες πληροφορίες χρειαστούν για εμπορικές συνθήκες με τις ξένες δυνάμεις.[2]
Ο Γκυστάβ ντ'Εϊστάλ, ο οποίος προσλήφθηκε στις 22 Μαΐου του 1834, ήταν Σαινσιμονιστής (υποστηρικτής των ιδεών του Σαιν-Σιμόν) και η Αντιβασιλεία αποδείχθηκε ιδιαίτερα εχθρικά διακείμενη προς του Σαινσιμονιστές που είχαν συγκροτήσει ομάδα στο Ναύπλιο, την πρωτεύουσα του τότε νεοσύστατου ελληνικού βασιλείου, την περίοδο 1833-1834. Την ομάδα αυτή το καθεστώς αποκαλούσε Σαινσιμονική Εταιρεία και προχώρησε προς πιέσεις προς τα μέλη της. Η Αντιβασιλεία με το Βασιλικό Διάταγμα 16966 της 19ης Σεπτεμβρίου 1834 απαίτησε να γίνουν έρευνες και διώξεις αν θεωρηθεί αναγκαίο εναντίον των μελών της Σαισνιμονικής σέκτας και οι ξένοι υπήκοοι να εκδιωχθούν από το ελληνικό κράτος. Παρά την απάντηση του ο Ιωάννη Κωλέττη ότι δεν υπάρχει ενεργή δραστηριότητα πια Σαισιμονιστών, η Αντιβασιλεία ζήτησε την απόλυση του ντ'Εϊστάλ από το Γραφείο της Δημόσιας Οικονομίας στις 26 Οκτωβρίου 1834, με εντολή να αντικατασταθεί ο Εϊστάλ με τον κ. Παναγιώτη Σούτσο. Ο Εϊστάλ, έδωσε την παραίτησή του στις 10-20 Οκτωβρίου η οποία δεν έγινε αποδεκτή, δεδομένου ότι την απέτρεψε ο Κωλέττης. Παρόλα αυτά η στάση των μελών της Αντιβασιλείας ήταν σαφέστατα αρνητική, ώστε τελικά, τον Μάιο του 1835 απολύθηκε και όταν ο Κωλέττης στάλθηκε ως πρέσβης στη Γαλλία, ο ντ'Εϊστάλ έφυγε και αυτός για το Παρίσι. Έτσι λοιπόν η αντιβασιλεία πέτυχε την απομάκρυνση όσων σαινσιμονιστών είχαν θέσεις στον κρατικό μηχανισμό και ανάμεσά τους τον ντ'Εϊστάλ, ο οποίος έφυγε από την Ελλάδα το 1835.[8]
Η εξέλιξη του Γραφείου Δημοσίας Οικονομίας
Το 1837 (με Γραμματέα της Επικρατείας επί των Εσωτερικών τον Δρόσο Μανσόλα) η στελέχωση του Γραφείου Δημοσίου Οικονομίας ήταν: Γεβχάρδος, υπουργικός σύμβουλος, αρχιγεωμέτρης, Κ. Ρίζος, υπουργ. σύμβουλ., Γ. Παλαιολόγος, υπουργ. σύμβουλ. Σάουβερ, υπουργ. σύμβουλ. πρωταρχιτέκτων.[9]
Αρκετά σύντομα, το Γραφείο της Δημόσιας Οικονομίας πήρε αποκλειστικά το ρόλο της Στατιστικής του ελληνικού κράτους. Το 1862, δημοσιεύτηκε από το Γραφείο, συγκεκριμένα από τον διευθυντή του, Ιωάννη Α. Σούτσο, η «Στατιστική της Ελλάδος» από έρευνα που διενεργήθηκε στο 1861. Την περίοδο 1837 - 1859 τμηματάρχης ήταν ο Σπυρίδων Α. Σπηλιωτάκης. Αρχικά με δυο γραμματείς και ένα γραφέα και από το 1846 με έναν μόνο γραμματέα. Διευθυντής για λίγο ανέλαβε, πολιτικό πρόσωπο, ο Σπυρίδων Αντωνιάδης και από τις αρχές του 1860, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο οποίος δίδασκε πολιτική οικονομία, Ιωάννης Σούτσος. Από το 1859, το προσωπικό αυξήθηκε σε ένα διευθυντή, δυο τμηματάρχες, τρεις υπουργικούς γραμματείς και δυο γραφείς. Μετά τη δημοσίευση της απογραφής το 1863 ο Σούτσος παραιτείται και τη διεύθυνση αναλαμβάνει ο Σπηλιωτάκης. Τον Μάρτιο του 1864 αναλαμβάνει ο Αλέξανδρος Μανσόλας. [10]
Το 1873, το 1881, και το 1890 η απογραφή διενεργείται από το «Τμήμα Δημοσίας Οικονομίας και Στατιστικής», ενώ από το 1907 η απογραφή γίνεται από την «Υπηρεσία Απογραφής». Αργότερα εξελίχθηκε στην Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος (Ε.Σ.Υ.Ε.) και στην ανεξάρτητη Ελληνική Στατιστική Αρχή στις αρχές του 21ου αιώνα.
Επιπλέον βιβλιογραφία
Γιάννης Μπαφούνης, Στατιστική και πλάνη είναι λέξεις συνώνυμοι… Η ελληνική στατιστική τον 19ο αιώνα, Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού, Παράρτημα του περιοδικού Μνήμων αρ. 14, Αθήνα 2006, 399.
Αναφορές
↑Επιστολή προς τη Γερουσία του Ι. Καποδίστρια για τη σύσταση Στατιστικής επιτροπής, με οδηγίες "Instructions a la commission statistique" 24 Αυγούστου-6 Σεπτεμβρίου 1830, Αρχείο Καποδίστρια, σελ. 81, τόμος Η΄, Κέρκυρα 1987 [1]
↑ 2,02,1ΦΕΚ A 18/1834: Εφημερίς της Κυβερνήσεως 22 Μαΐου / 3 Ιουνίου «Διάταγμα περί συστάσεως Γραφείου της Δημοσίας Οικονομίας παρά τη επί των Εσωτερικών Γραμματεία της Επικράτειας»
↑Τ. Κατσιμάρδος (8 Δεκεμβρίου 2010). «Δημιουργική στατιστική για... καλούς σκοπούς». ΕΘΝΟΣ «E». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Μαΐου 2012. Ανακτήθηκε στις 16 Ιουνίου 2011. «1834: Σύσταση Γραφείου της Δημοσίας Οικονομίας στο υπουργείο Εσωτερικών, με ευρύτερες αρμοδιότητες. Τα χρόνια που ακολούθησαν περιορίζεται στη συγκέντρωση στοιχείων για τους τομείς του υπουργείου (πληθυσμός, βιομηχανία-βιοτεχνία, γεωργία)»
↑Χρήστος Π. Μπαλόγλου (2003). «Προσπάθειες διαδόσεως των ιδεών του Saint-Simon και πρακτικής των εφαρμογής στον Ελλαδικό χώρο 1825-1837»(PDF). Τόμος 53, Τεύχος 3ο. «ΣΠΟΥΔΑΙ» Πανεπιστήμιο Πειραιώς. σελ. 88. Ανακτήθηκε στις 16 Ιουνίου 2011.[νεκρός σύνδεσμος] ««Επί τέλους προ δύο μηνών, [...], από διάβημα εις διάβημα, κατώρθωσα να επιτύχω την συγκρότησιν είδους Γραφείου Πολιτικής Οικονομίας, το οποίον θα αναλάβη και θα φέρη, ελπίζω, εις πέρας το επιχείρημα», γράφει στις 7 Μαΐου 1834 στον φίλο και ομοϊδεάτη του Duveyrier»
↑Τα ονόματα των Αλέξανδρου Ρουζιού (Alexandre Roujoux) και Γουσταύου Έιχταλ (Gustave d’Eichthal) στα ελληνικά είναι με την ορθογραφία της εποχής (ΦΕΚ 19, 26 Μαΐου 1834)
↑ΦΕΚ 19, 26 Μαΐου 1834, Εφημερίς της Κυβερνήσεως, Ναύπλιο, σελ. 158, Διορισμοί, «Δια του από 9 (21) Μαΐου Βασιλικού Διατάγματος διωρίσθησαν σύμβουλοι εις το παρά τη επί των Εσωτερικών Γραμματεία συστηθέν γραφείον επί της Δημοσίας Οικονομίας οι Κύριοι: ...»