Οι γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι οι γλώσσες που χρησιμοποιούνται στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Περιλαμβάνουν τις 24 επίσημες γλώσσες. Τα γαλλικά ήταν η κυρίαρχη γλώσσα των θεσμών της Ε.Ε. μέχρι τη δεκαετία του 1990, όταν η είσοδος της Σουηδίας, της Φινλανδίας και της Αυστρίας άλλαξε τις ισορροπίες, κάτι που ενέτεινε η είσοδος κεντροευρωπαϊκών και ανατολικοευρωπαϊκών χωρών που είχαν υιοθετήσει τα αγγλικά ως δεύτερη γλώσσα τους.
Πολιτική της ΕΕ είναι να ενθαρρύνει όλους τους πολίτες της να είναι πολύγλωσσοι· ειδικότερα, για πρώτη φορά με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Βαρκελώνης το 2002[1], τους ενθαρρύνει να είναι σε θέση να μιλούν δύο γλώσσες πέρα από τη μητρική γλώσσα τους. Μια σειρά από προγράμματα χρηματοδοτούμενα από την ΕΕ προωθούν την εκμάθηση γλωσσών και τη γλωσσική ποικιλία, αλλά η ΕΕ έχει πολύ περιορισμένη επιρροή σε αυτόν τον τομέα καθώς το περιεχόμενο των εκπαιδευτικών συστημάτων παραμένει αρμοδιότητα του κάθε κράτους-μέλους. [2]
Σύμφωνα με τη σελίδα της ΕΕ[3], το κόστος για τη διατήρηση της πολιτικής της πολυγλωσσίας είναι €1,123 δις, που είναι το 1% του ετήσιου γενικού προϋπολογισμού της ΕΕ ή €2,28 ανά άτομο το χρόνο.
Όλες οι επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι επίσης και γλώσσες εργασίας της.[7] Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι όλα τα έγγραφα μεταφράζονται σε όλες τις επίσημες γλώσσες και ότι όλη η προφορική επικοινωνία στη λειτουργία της Ένωσης διεξάγεται σε όλες τις γλώσσες. Η νομοθεσία και τα έγγραφα με μεγάλη σημασία ή ενδιαφέρον για το κοινό παράγονται και στις 24 επίσημες γλώσσες, αλλά αυτό ισχύει για ένα μικρό μέρος της εργασίας των θεσμικών οργάνων. Τα άλλα έγγραφα (π.χ. επικοινωνία με τις εθνικές αρχές, αποφάσεις απευθυνόμενες σε συγκεκριμένα άτομα ή οντότητες και αλληλογραφία) μεταφράζονται μόνο στις γλώσσες που χρειάζονται. Κάθε πολίτης μπορεί να επικοινωνήσει με τις ευρωπαϊκές υπηρεσίες και να πάρει απάντηση σε οποιαδήποτε επίσημη γλώσσα. Για εσωτερικούς σκοπούς επιτρέπεται από τη νομοθεσία στα θεσμικά όργανα της ΕΕ να επιλέγουν τις δικές τους γλωσσικές ρυθμίσεις. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, π.χ., εκτελεί τις εσωτερικές της εργασίες σε τρεις γλώσσες, τα αγγλικά, τα γαλλικά και τα γερμανικά, και διατηρεί το πλήρως πολυγλωσσικό καθεστώς μόνο για τους σκοπούς ενημέρωσης του κοινού και ανακοινώσεων. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, από την άλλη, διαθέτει μέλη τα οποία χρειάζονται έγγραφα εργασίας στη γλώσσα τους, οπότε η δική του ροή εγγράφων είναι πλήρως πολυγλωσσική εξ αρχής.
Γλωσσικές δεξιότητες των Ευρωπαίων πολιτών
Οι παρακάτω πίνακες βασίζονται στο «Ειδικό Ευρωβαρόμετρο 243» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με θέμα «Οι Ευρωπαίοι και οι Γλώσσες τους»[8][9] που εκδόθηκε το Φεβρουάριο του 2006 βασισμένο σε στοιχεία του Νοέμβρη και του Δεκέμβρη του 2005. Πρόκειται για δημοσκόπηση και όχι για απογραφή, σε δείγμα 28.694 ατόμων 15 ετών και πάνω από τις 25 χώρες-μέλη και τις υπό ένταξη (Βουλγαρία, Ρουμανία) και τις υποψήφιες χώρες (Κροατία, Τουρκία) τη στιγμή της διεξαγωγής της έρευνας. Ρωτήθηκαν μόνο πολίτες αυτών των κρατών και όχι μετανάστες χωρίς υπηκοότητα. Οι πολίτες της ΕΕ υπολογίζονται σε 450 εκατομμύρια.
Ο πίνακας που ακολουθεί δείχνει το ποσοστό των Ευρωπαίων πολιτών που ισχυρίζονται ότι μπορούν να μιλήσουν την κάθε γλώσσα, ως μητρική γλώσσα ή ως δεύτερη ή ξένη και αθροιστικά ανεξάρτητα από το αν είναι μητρική τους ή όχι (εμφανίζονται οι γλώσσες με τουλάχιστον 2% των ομιλητών):
Τα γερμανικά, λοιπόν, είναι η ευρύτερα ομιλούμενη μητρική γλώσσα με 18%, ενώ τα αγγλικά είναι σαφώς η περισσότερο χρησιμοποιούμενη γλώσσα στην ΕΕ με 51%.
Η γνώση ξένων γλωσσών διαφέρει σημαντικά από χώρα σε χώρα, όπως δείχνει ο πίνακας που ακολουθεί, σημειώνοντας τη γνώση ανά χώρα των τριών πιο διαδεδομένων δεύτερων/ξένων στην ΕΕ, της αγγλικής, της γερμανικής της γαλλικής και της ισπανικής. Όπου για μια γλώσσα δε σημειώνεται ποσοστό, δεν είναι μέσα στις τεσσερις πρώτες δεύτερες/ξένες γλώσσες που μιλιούνται στη χώρα αυτή.
Το 56% των πολιτών της ΕΕ είναι σε θέση να έχει μια συζήτηση σε άλλη γλώσσα εκτός από τη μητρική του. Το ποσοστό αυτό είναι 9 μονάδες υψηλότερο σε σχέση με εκείνο που καταγράφτηκε το 2001[10] στα τότε 15 κράτη-μέλη. 28% των ερωτηθέντων γνωρίζει δύο ξένες γλώσσες. Το 44% όμως δε γνωρίζει καμία άλλη γλώσσα πέρα της μητρικής του. 1 στους 5 Ευρωπαίους μπορεί να περιγραφεί ως «ενεργός σπουδαστής ξένης γλώσσας», έχει δηλαδή πρόσφατα βελτιώσει τις γλωσσικές δεξιότητες του/της ή προτίθεται να το πράξει μέσα στους επόμενους 12 μήνες.
Τα αγγλικά παραμένουν η ευρύτερα ομιλούμενη ξένη γλώσσα στην Ευρώπη με 38% των πολιτών (πέρα από τους κατοίκους της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου που την μιλούν ως μητρική γλώσσα) να δηλώνουν ότι διαθέτουν επαρκή γνώση της γλώσσας ώστε να κάνουν μια συζήτηση. Ακολουθούν τα γαλλικά με 12% τα γερμανικά με 11% και τα ισπανικά με 7%. Στις 19 από τις 29 χώρες όπου έγινε η έρευνα τα αγγλικά είναι η ευρύτερα γνωστή γλώσσα εκτός της μητρικής, κάτι που ισχύει ιδιαίτερα στη Σουηδία (89%), τη Μάλτα (88%) (που είναι όμως πρώην βρετανική αποικία), την Ολλανδία (87%) και τη Δανία (83%), ενώ τα γερμανικά και τα γαλλικά σε 3 χώρες. Επίσης, οι πολίτες της ΕΕ θεωρούν ότι μιλούν καλύτερα την αγγλική από τις άλλες γλώσσες. Το 77% των πολιτών της ΕΕ θεωρεί ότι τα παιδιά θα πρέπει να μαθαίνουν αγγλικά ως πρώτη ξένη γλώσσα και τα αγγλικά αποτελούν την υπ' αριθμόν ένα γλώσσα προς εκμάθηση για τα παιδιά σε όλες τις χώρες όπου έγινε η έρευνα εκτός του Ηνωμένου Βασιλείου, της Ιρλανδίας (των δύο αγγλόφωνων χωρών δηλαδή) και του Λουξεμβούργου.
Συνολικά, είτε ως μητρική είτε ως ξένη γλώσσα, αγγλικά γνωρίζουν το 51% των πολιτών της ΕΕ. Τα γερμανικά ακολουθούν με 32% και τα γαλλικά με 28% των ερωτηθέντων.
Με τη διεύρυνση της ΕΕ, η σχέση ανάμεσα στη γνώση της γαλλικής ως δεύτερης/ξένης γλώσσας και της γερμανικής σιγά-σιγά αλλάζει. Σαφώς περισσότεροι πολίτες στα νέα κράτη-μέλη γνωρίζουν γερμανικά (23% σε σύγκριση με 12% στην ΕΕ15), ενώ οι γνώσεις τους στα γαλλικά και τα ισπανικά είναι ελάχιστες (3% και 1% αντίστοιχα, σε σύγκριση με 16% και 7% στην ΕΕ15).
Οι καλές γλωσσικές γνώσεις διαπιστώνονται σε σχετικά μικρά κράτη-μέλη με περισσότερες κρατικές γλώσσες, λιγότερο χρησιμοποιούμενες μητρικές γλώσσες ή «γλωσσική ανταλλαγή» με γειτονικές χώρες.
Οι πολίτες της Νότιας Ευρώπης και οι πολίτες των χωρών όπου μια από τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές γλώσσες είναι η κρατική γλώσσα έχουν το πιο μέτριο επίπεδο γνώσης ξένων γλωσσών.
Οι γλωσσικές γνώσεις δεν είναι επίσης στο ίδιο επίπεδο και μέσα στις κοινωνίες των κρατών-μελών. Ο κατεξοχήν «πολύγλωσσος Ευρωπαίος» είναι νέος, με καλή μόρφωση, έχει κάποια διοικητική θέση ή είναι φοιτητής, έχει γεννηθεί σε χώρα διαφορετική της χώρας διαμονής του ή οι γονείς του προέρχονται από χώρα διαφορετική από τη χώρα διαμονής, χρησιμοποιεί ξένες γλώσσες για επαγγελματικούς λόγους και έχει κίνητρα για να τις μάθει. Κατά συνέπεια, φαίνεται ότι ένα μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής κοινωνίας δεν απολαμβάνει το αγαθό της πολυγλωσσίας.
Δωρεάν μαθήματα (26%), βολικές ώρες (18%) και ευκαιρίες εκμάθησης της γλώσσας σε μια χώρα που μιλιέται θεωρούνται τα κυριότερα κίνητρα για την εκμάθηση γλωσσών. Καταλληλότεροι τρόποι για την εκμάθηση γλωσσών θεωρούνται τα μαθήματα σε μικρές ομάδες με κάποιο δάσκαλο (20%), τα μαθήματα στο σχολείο (18%), τα ιδιαίτερα μαθήματα και οι μακρές ή συχνές επισκέψεις σε μια χώρα που η γλώσσα μιλιέται.
Το καθεστώς των άλλων γλωσσών
Σε μια επίσημη ενημέρωση τύπου υποστηρίχτηκε ότι η άτυπη αρχή για τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ότι κάθε κράτος-μέλος μπορεί να προτείνει το πολύ μία επίσημη γλώσσα («ένα κράτος μέλος, μία γλώσσα»). Αυτή η αρχή δεν έχει επιβεβαιωθεί από επίσημα έγγραφα.
Η ισπανική και η ιρλανδική κυβέρνηση επεδίωξαν η καταλανική, η βασκική, η γαλικιανή και η ιρλανδική να αποκτήσουν το καθεστώς της επίσημης γλώσσας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην 2667η σύνοδό του το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Λουξεμβούργο στις 13 Ιουνίου2005 αποφάσισε να εγκρίνει περιορισμένη χρήση στο επίπεδο της ΕΕ των γλωσσών που αναγνωρίζονται από τα κράτη-μέλη πέρα από τις επίσημες γλώσσες εργασίας. Το Συμβούλιο αποφάσισε η ιρλανδική να γίνει η 21η επίσημη γλώσσα της ΕΕ από την 1ξ Ιανουαρίου2007. Επίσης το Συμβούλιο αναγνώρισε τη δυνατότητα επίσημης χρήσης των γλωσσών «πέραν εκείνων που αναφέρονται στον κανονισμό του Συμβουλίου αριθμ. 1/1958 το καθεστώς των οποίων αναγνωρίζεται από το σύνταγμα ενός κράτους μέλους σε ολόκληρη ή μέρος της επικράτειάς του ή η χρήση των οποίων ως εθνικών γλωσσών επιτρέπεται από τη νομοθεσία». Η επίσημη χρήση τέτοιων γλωσσών θα εγκρίνεται στη βάση διοικητικού διακανονισμού που θα συμφωνείται μεταξύ του Συμβουλίου και του αιτούντος κράτους-μέλους, ενδεχομένως δε και από ένα άλλο θεσμικό ή άλλο όργανο της Ένωσης βάσει παρόμοιου διοικητικού διακανονισμού[11].
Η τουρκική, όπως και η ελληνική, είναι επίσημη γλώσσα της Κυπριακής Δημοκρατίας αλλά δεν υιοθετήθηκε κατά την προσχώρησή της το 2004. Το ίδιο συνέβη και με το Λουξεμβούργο, το οποίο το 1984 με νόμο όρισε τη λουξεμβουργιανή ως την εθνική γλώσσα του κράτους, παράλληλα με τα γαλλικά και τα γερμανικά, χωρίς όμως να ζητήσει την αναγνώρισή της και ως επίσημης γλώσσας των τότε Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Ευρωπαϊκός χάρτης των περιφερειακών ή μειονοτικών γλωσσών
Αν και δεν είναι συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάποια κράτη-μέλη της ΕΕ έχουν υπογράψει και επικυρώσει τον Ευρωπαϊκό χάρτη των περιφερειακών ή μειονοτικών γλωσσών. Η υπογραφή της όμως είναι προϋπόθεση για την ένταξη των νέων κρατών-μελών.
Πρόβλεψη στην προτεινόμενη συνταγματική συνθήκη
Η προτεινόμενη συνταγματική συνθήκη (ευρύτερα γνωστή ως Ευρωσύνταγμα) που στη συνέχεια απορρίφθηκε ήταν διαθέσιμη στις 20 επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την Ιρλανδική που θα γίνει επίσημη, καθώς και στις γλώσσες των υποψήφιων χωρών: Ρουμανική, Βουλγαρική και Τουρκική. Η εκδοχή που εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για επικύρωση από τα κράτη-μέλη περιελάμβανε την ακόλουθη πρόβλεψη:
Άρθρο IV-448(2): Αυτή η Συνθήκη μπορεί να μεταφραστεί σε όποιες άλλες γλώσσες καθοριστεί από τα κράτη-μέλη από αυτές που, σύμφωνα με τη συνταγματική τους τάξη, απολαμβάνουν επίσημη καθεστώς σε ολόκληρη ή μέρος της επικράτειάς τους. Ένα πιστοποιημένο αντίγραφο από τέτοιες μεταφράσεις θα πρέπει να παρασχεθεί από τα αντίστοιχα κράτη-μέλη για να κατατεθεί στα αρχεία του Συμβουλίου.
Ιρλανδική
Αν και η ιρλανδική γλώσσα δεν ήταν μία από τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης πριν από την 1η Ιανουαρίου2007, είναι η πρώτη επίσημη γλώσσα της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας και έχει καθεστώς μειονοτικής γλώσσας στη Βόρεια Ιρλανδία. Με την ένταξη της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (τη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση) το 1973, οι συνθήκες της ΕΕ δημοσιεύτηκαν στα ιρλανδικά και επικυρώθηκε η μετάφρασή τους, όπως και στις επίσημες γλώσσες της ΕΕ, καθώς η ιρλανδική έγινε μια από τις γλώσσες των συνθηκών αυτών, και οι πολίτες μπορούσαν να απευθυνθούν γραπτά στους θεσμούς της ΕΕ στα ιρλανδικά. Στις 13 Ιουνίου2005, μετά την ομόφωνη απόφαση των υπουργών εξωτερικών της ΕΕ, ανακοινώθηκε ότι η ιρλανδική θα γίνει η 21η επίσημη γλώσσα της ΕΕ αλλά ορίστηκε παρέκκλιση σύμφωνα με την οποία για μια περίοδο τεσσάρων ετών, αντίθετα με τις άλλες επίσημες γλώσσες, δεν χρειάζεται όλα τα έγγραφα να μεταφραστούν στην ιρλανδική[4]. Η απόφαση αυτή σημαίνει ότι η νομοθεσία που εγκρίνεται τόσο από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσο και από το Συμβούλιο Υπουργών θα μεταφράζεται τώρα στα ιρλανδικά και ότι στις ολομελειακές συνεδριάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και σε κάποιες συναντήσεις του Συμβουλίου θα είναι διαθέσιμη διερμηνεία από τα ιρλανδικά. Οι νέες ρυθμίσεις τέθηκαν σε ισχύ στις 1 Ιανουαρίου2007. Το κόστος για μετάφραση, διερμηνεία, δημοσίευση και νομικές υπηρεσίες που συνεπάγεται η υιοθέτηση της ιρλανδικής ως επίσημης γλώσσας της ΕΕ έχει εκτιμηθεί σε μόλις κάτω από € 3,5 εκατομμύρια το χρόνο[12]. Η παρέκκλιση θα επανεξεταστεί μετά από τέσσερα χρόνια (2011) και στη συνέχεια κάθε πέντε χρόνια.
Η ιρλανδική είναι η πρώτη επίσημη γλώσσα της ΕΕ που δεν είναι η ευρύτερα ομιλούμενη γλώσσα σε κανένα κράτος-μέλος – η απογραφή του 2002 δείχνει ότι στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας υπάρχουν 1.579.894 ομιλητές της ιρλανδικής σε έναν πληθυσμό 3.750.995 και μόνο 339.541 χρησιμοποιούν την ιρλανδική σε καθημερινή βάση[13].
Καταλανική, γαλικιανή και βασκική
Αν και η καταλανική, η γαλικιανή και η βασκική δεν είναι επίσημες γλώσσες της Ισπανίας, ως επίσημες μαζί με την ισπανική/καστιλιανή στις αντίστοιχες περιφέρειες πληρούν τους όρους για επίσημη χρήση στους θεσμούς της ΕΕ σύμφωνα με την απόφαση στις 13 Ιουνίου2005 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ισπανική κυβέρνηση έχει δώσει τη συγκατάθεσή της για την εφαρμογή των προβλέψεων σε σχέση με αυτές τις γλώσσες.
Το καθεστώς της καταλανικής, που ομιλείται από πολλά εκατομμύρια πολίτες, είναι αντικείμενο ιδιαίτερης διαμάχης. Στις 11 Δεκεμβρίου1990, η χρήση των καταλανικών ήταν το αντικείμενο μιας Απόφασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (απόφαση A3-169/90 για τις γλώσσες στην (Ευρωπαϊκή) Κοινότητα και την κατάσταση της καταλανικής (Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης-C19, 28 Ιανουαρίου1991)).
Στις 16 Νοεμβρίου2005, ο πρόεδρος της Επιτροπής των Περιφερειών Πέτερ Στράουμπ (Peter Straub) υπέγραψε μια συμφωνία με τον Ισπανό Πρέσβη στην ΕΕ Carlos Sagües Bastarreche που ενέκρινε τη χρήση των περιφερειακών γλωσσών σε ένα θεσμικό όργανο της ΕΕ για πρώτη φορά σε μια συνάντηση εκείνη την ημέρα με τη διερμηνεία να παρέχεται από τους διερμηνείς της Ευρωπαϊκής Επιτροπής[14][15].
Στις 3 Ιουλίου2006, το Γραφείο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ενέκρινε την πρόταση του Ισπανικού Κράτους να επιτρέψει να απευθύνονται οι πολίτες σε αυτό στη βασκική, την καταλανική και τη γαλικιανή, δύο μήνες αφού είχε απορρίψει αρχικά την πρόταση αυτή.[16][17]
Ουαλική και σκωτική γαελική
Σε απάντηση σε γραπτή ερώτηση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, που κατατέθηκε μετά την απόφαση της 13ης Ιουνίου2005 για την επίσημη χρήση των περιφερειακών γλωσσών, ο Υπουργός για την Ευρώπη του Ηνωμένου Βασιλείου Ντάγκλας Αλεξάντερ δήλωσε στις 29 Ιουνίου2005 ότι «η Κυβέρνηση δεν σχεδιάζει προς το παρόν να κάνει παρόμοιες ρυθμίσεις για τις γλώσσες του Ηνωμένου Βασιλείου».
Ρωσική
Αν και δεν είναι επίσημη γλώσσα σε κάποιο κράτος-μέλος και την Ευρωπαϊκή Ένωση, η ρωσική ομιλείται ευρέως στα νεότερα κράτη-μέλη από την Ανατολική Ευρώπη. Είναι, μαζί με την ολλανδική, η 7η περισσότερο ομιλούμενη γλώσσα στην ΕΕ. Περίπου το 6% των πολιτών της ΕΕ μιλούν ρωσικά σε κάποιο βαθμό.
Νοηματικές γλώσσες
Περίπου ένας στους εκατό χιλιάδες χρησιμοποιεί μια νοηματική γλώσσα ως πρώτη γλώσσα. Ένας αυξανόμενος αριθμός χωρών αναγνωρίζει με κάποιο τρόπο την εθνική τους νοηματική γλώσσα, όπως το Βέλγιο τη φλαμανδική νοηματική γλώσσα και τη βελγική-γαλλική νοηματική γλώσσα, το Ηνωμένο Βασίλειο τη βρετανική νοηματική γλώσσα, αν και στη Βόρεια Ιρλανδία η ιρλανδική νοηματική γλώσσα και η βορειοϊρλανδική νοηματική γλώσσα αναγνωρίζονται ως επίσημες γλώσσες.
Στις 17 Ιουνίου1988, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ομόφωνα ενέκρινε απόφαση για τις νοηματικές γλώσσες κωφών. Η απόφαση ζητάει όλα τα κράτη-μέλη να αναγνωρίσουν τις εθνικές τους νοηματικές γλώσσες ως επίσημες γλώσσες των κωφών.
Οι υπόλοιπες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Πέρα από τις γλώσσες της Ιρλανδίας, της Ισπανίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, υπάρχουν άλλες περιφερειακές γλώσσες μέσα στην ΕΕ που δεν έχουν επίσημη αναγνώριση σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αν και μπορεί να έχουν κάποιο επίπεδο μέσα σε κάποιο κράτος-μέλος. Κάποιες από αυτές έχουν πολύ περισσότερους ομιλητές από τις λιγότερο χρησιμοποιούμενες επίσημες γλώσσες.
Οι λιγότερο χρησιμοποιούμενες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης περιλαμβάνουν ένα μεγάλο αριθμό από λιγότερο χρησιμοποιούμενες γλώσσες. Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται οι περιφερειακές και μειονοτικές γλώσσες, οι γλώσσες που μπορεί σε ένα κράτος-μέλος να είναι επίσημες αλλά σε ένα άλλο όχι και οι γλώσσες που μπορεί να έχουν καθεστώς επίσημης αλλά έχουν περιορισμένο αριθμό ομιλητών.
Το ποιες γλώσσες εντάσσονται στην κατηγορία αυτή, αν θα μπορούσαν να θεωρηθούν σημαντικά διαφορετικές από την επίσημη γλώσσα του κράτους ή διάλεκτοί τους, τα ονόματα τους και ο αριθμός των ομιλητών τους είναι αντικείμενο διαφωνιών. Στην απαρίθμηση που ακολουθεί ακολουθούνται τα επίσημα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σύμφωνα με τη μελέτη υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής «Ευρωμωσαϊκό»[18][19] οι λιγότερο χρησιμοποιούμενες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι οι παρακάτω (σε παρένθεση οι χώρες όπου μιλιούνται):
Eurolang ειδικό πρακτορείο ειδήσεων για τις μειονοτικές γλώσσες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, από το «Ευρωπαϊκό Γραφείο των Λιγότερο Χρησιμοποιούμενων Γλωσσών» (EBLUL)