Βούλευμα ονομάζεται η απόφαση Δικαστικού Συμβουλίου στην Ποινική Δικονομία. Στη διαδικασία ενώπιον Δικαστικών Συμβουλίων δεν ισχύει η αρχή της δημοσιότητας, γι’ αυτό και κατά κανόνα τα βουλεύματα δε δημοσιεύονται, απλά εκδίδονται. Στο πλαίσιο της ποινικής προδικασίας, αφού ο ανακριτής ολοκληρώσει το έργο του, το δικαστικό συμβούλιο αποφασίζει μετά από πρόταση του εισαγγελέα την περάτωση της ανάκρισης και αν από τα συλλεγέντα στοιχεία προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου σε δίκη ή όχι. Ανάλογα ονομάζεται το βούλευμα που εκδίδεται παραπεμπτικό ή απαλλακτικό.
Κατά των βουλευμάτων επιτρέπεται η άσκηση ενδίκων μέσων. Κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών μπορεί να ασκηθεί έφεση ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών ή αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου. Κατά των βουλευμάτων του Συμβουλίου Εφετών μπορεί να ασκηθεί αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου, ο οποίος αποφασίζει και αυτός σε συμβούλιο. Επειδή όμως το Δικαστικό Συμβούλιο αποφασίζει συνήθως για διαδικαστικά ζητήματα ή για την παραπομπή της υπόθεσης σε δικαστήριο (δε δικάζει δηλαδή το ίδιο την υπόθεση), τα ένδικα μέσα είναι περιορισμένα, για να μην επιμηκύνεται υπέρμετρα η προδικασία. Τα βουλεύματα που επιλύουν διαφορές που ανακύπτουν κατά την ανάκριση ονομάζονται παρεμπίπτοντα και κατά αυτών δεν χωρεί έφεση ή αναίρεση. Κατά των οριστικών βουλευμάτων του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών που αποφασίζουν την παραπομπή του κατηγορουμένου σε δίκη ή όχι μπορεί να ασκηθεί έφεση μόνο αν αφορούν κακούργημα. Έφεση μπορεί να ασκήσει ο κατηγορούμενος, ο εισαγγελέας ή ο πολιτικώς ενάγων (το θύμα του εγκλήματος). Το ίδιο ισχύει και για την αναίρεση κατά βουλευμάτων, μόνο που αυτήν μπορούν να την ασκήσουν μόνο ο κατηγορούμενος ή ο εισαγγελέας.
Ο εισαγγελέας Εφετών έχει δικαίωμα να ασκήσει έφεση κατά όλων των βουλευμάτων όλων των ειδών (οριστικών και παρεμπιπτόντων και ανεξάρτητα από τη βαρύτητα του εγκλήματος που αφορούν) και ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου αναίρεση κατά όλων των βουλευμάτων όλων των ειδών.