Ο Βουκ Μπράνκοβιτς (σερβικά : Вук Бранковић) (1345 - 6 Νοεμβρίου 1397) από τον Οίκο Μπράνοβιτς ήταν ηγεμόνας της Σερβίας ο οποίος, μαζί με τον πρίγκιπα Λαζάρ (1371 - 1389), ήταν η πιο σημαντική πολιτική φυσιογνωμία στη Σερβία τις δύο τελευταίες δεκαετίες του δέκατου τέταρτου αιώνα[8]. Ανήκε στην οικογένεια των Μπράνκοβιτς και ήταν ο νεότερος γιος του σεβαστοκράτοραΜπράνκο Μλαντένοβιτς, ο οποίος κατά τους χρόνους του βασιλιά Ντούσαν (Βασιλιάς 1331 - 1346, αυτοκράτορας 1346 - 1355) ήταν κυβερνήτης της Οχρίδας.
Βιογραφία
Ο Βουκ Μπράνκοβιτς γεννήθηκε γύρω στο 1345[9]ο πατέρας του ήταν ο κυβερνήτης της Οχρίδας και από τον αυτοκράτορα Ντούσαν πήρε τον υψηλό τίτλο του σεβαστοκράτορα. Μετά το θάνατο του Μπράνκο πριν από το Μάρτιο 1365 ο Βουκ με τον μεγαλύτερο αδελφό του Γρηγόριο αφήνει την Οχρίδα και πηγαίνει στο φέουδο της οικογένειας στην Ντρένιτσα. Όταν ο Γρηγόριος παραιτήθηκε από την κοσμική ζωή και έγινε μοναχός στη μονή Χιλανδαρίου ο Βουκ ανέλαβε μόνος του το οικογενειακό φέουδο.
Συμμετείχε στη Μάχη του Κοσσυφοπεδίου εναντίον των Οθωμανών στις 28 Ιουνίου 1389, η οποία διεξήχθη στην περιοχή ιδιοκτησίας του και διοικούσε στη μάχη τη δεξιά πτέρυγα του σερβικού στρατού. Μετά τη μάχη στην οποία ο πρίγκιπας Λάζαρ σκοτώθηκε, και οι διάδοχοί του αναγνώρισαν την υπεροχή του σουλτάνου Βαγιαζήτ (1389 - 1402) ο Βουκ Μπράνκοβιτς είχε προσπαθήσει να αντισταθεί τους Οθωμανούς και να διατηρήσει την ανεξαρτησία της περιοχής του. Εκείνη την εποχή η δύναμή του φθάνει στο αποκορύφωμά της ο ίδιος όπως και ο Λάζαρος πριν από αυτόν υπέγραφε σαν πρίγκιπας των Σέρβων της περιοχής του Δούναβη[8][9]. Στις αρχές του 1392 έχασε την πόλη των Σκοπίων και αργότερα το ίδιο έτος έγινε υποτελής των Οθωμανών και κατά τη διάρκεια του 1396 το μεγαλύτερο μέρος της χώρας του ήταν κατειλημμένο από τους Οθωμανούς. Μετά την αποτυχία της σταυροφορίας στη μάχη της Νικοπόλεως του Δούναβη στις 25 Σεπτεμβρίου 1396 οι Οθωμανοί κατέλαβαν τη χώρα του και ο Βουκ αιχμαλωτίστηκε.
Πέθανε στις 06 Νοεμβρίου 1397 υπό Οθωμανική αιχμαλωσία και θάφτηκε στο Άγιο όρος πιθανώς στη μονή του Αγίου Παύλου ή τη μονή Χιλανδαρίου. Στη λαϊκή παράδοση έχει μείνει στην ιστορία ως προδότης προς το σερβικό λαό στη μάχη του Κοσσυφοπεδίου αν και παραβλέπεται το γεγονός ότι σχεδόν μέχρι το θάνατό του ήταν ο μόνος που αντιστάθηκε στους Οθωμανούς[9]. Ανοικοδόμησε τη μονή Αγίου Παύλου σχεδόν εκ του μηδενός και βοήθησε και τη μονή Χιλανδαρίου αλλά και πολλά μοναστήρια στη Σερβία[9][10]. Επίσης είναι γνωστό ότι ο ίδιος διέταξε την παραγωγή των βιβλίων[10].
Η καταγωγή της οικογένειας
Ο Βουκ Μπράνκοβιτς γεννήθηκε ως το τρίτος και νεότερος γιος του Δούκα Μπράνκο Μλαντένοβιτς, τρισέγγονου από θηλυγονία του Βασιλιά Στέφανου της Σερβίας, παντρεμένο με άγνωστη γυναίκα. Είχαν τέσσερα παιδιά, τρεις γιους και μία κόρη, που ήταν το μικρότερο παιδί[9], αδέλφια του ήταν οι Νικόλα (έγινε μοναχός), Γκρίγκορ και η Τεοντόρα, παντρεμένη με τον Γιώργο Τόπι του Δυραχίου
Περίπου το 1371 ο Βουκ παντρεύτηκε την ξαδέρφη του Πριγκίπισσα Μάρα της Σερβίας, μεγαλύτερη κόρη του Τσάρου Λαζάρου Χρεμπελιάνοβιτς και της Τσαρίνας Μίλιτσα. Με αυτήν είχε τρεις γιους[9]: