Το Βασιλικό Παλάτι της Νάπολης (ιταλικά: Palazzo Reale di Napoli, ναπολιτάνικα: Palazzo Riale ‘e Napule) είναι ένα ιστορικό ανάκτορο, μουσείο και προορισμός τουριστικού ενδιαφέροντος που βρίσκεται στο κέντρο της Νάπολης της νότιας Ιταλίας. Αποτελεί τη μία από τις τέσσερις επίσημες κατοικίες στην περιοχή της Νάπολης, όπου χρησιμοποιούνταν από τη δυναστεία των Βουρβόνων, η οποία βασίλευε στο Βασίλειο της Νεαπόλεως (1735–1816) και αργότερα στο Βασίλειο των Δύο Σικελιών (1816-1861). Οι άλλες κατοικίες βρίσκονται στην Καζέρτα, στο Καποντιμόντε και στο Πόρτιτσι.[9][10][11][12][13][14]
Ιστορία
Το παλάτι βρίσκεται στη θέση μιας προηγούμενης κατοικίας, η οποία είχε στεγάσει τον πρώην αντιβασιλέα Πέδρο Άλβαρεθ του Τολέδου και της Θουνίγας, Μαρκήσιο της Βιγιαφράνκα. Η κατασκευή του παρόντος κτιρίου ξεκίνησε τον 17ο αιώνα από τον αρχιτέκτονα Ντομένικο Φοντάνα. Προοριζόμενο να στεγάσει τον βασιλιά Φίλιππο Γ΄ της Ισπανίας σε μια επίσκεψη που δεν εκπλήρωσε ποτέ σε αυτό το μέρος του βασιλείου του, όμως αντ΄ αυτού στέγασε αρχικά τον αντιβασιλέα Φερνάντο Ρουίθ ντε Κάστρο, κόμη του Λέμος. Μέχρι το 1616 είχε ολοκληρωθεί η πρόσοψη και μέχρι το 1620 οι τοιχογραφίες στο εσωτερικό από τους Μπατιστέλο Καρατσιόλο, Τζοβάνι Μπαλντούτσι και Βελισσάριο Κορένσιο. Η διακόσμηση του Βασιλικού Παρεκκλησίου της Κοίμησης της Θεοτόκου ολοκληρώθηκε μέχρι το 1644 από τον Αντόνιο Πικιάτι.[15][16]
Το 1734, με την άφιξη Καρόλου Γ΄ της Ισπανίας στη Νεάπολη, το παλάτι έγινε η βασιλική κατοικία των Βουρβόνων. Με την ευκαιρία του γάμου του με τη Μαρία Αμαλία της Σαξονίας (1724-1760) το 1738, ο Φραντσέσκο ντι Μούρα και ο Ντομένικο Αντόνιο Βακκάρο βοήθησαν στην αναδιαμόρφωση του εσωτερικού χώρου του κτιρίου. Ήταν ο Κάρολος που έχτισε τα άλλα τρία παλάτια που βρίσκονται κοντά στη Νάπολη. Περαιτέρω ανακαίνιση πραγματοποιήθηκε κατά τη βασιλεία του Φερδινάνδου Α΄ των Δύο Σικελιών. Το 1768, με την ευκαιρία του γάμου του με τη Μαρία Καρολίνα της Αυστρίας, ξαναχτίστηκε η μεγάλη αίθουσα δεξιώσεων από τον αρχιτέκτονα Φερντινάντο Φούγκα και προστέθηκε το βασιλικό θέατρο. Κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 18ου αιώνα, προστέθηκε μια νέα πτέρυγα, η οποία το 1927 μετατράπηκε στην Εθνική Βιβλιοθήκη Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ΄. Κατά τον 18ο αιώνα, η επίσημη βασιλική κατοικία μεταφέρθηκε στο Ανάκτορο της Καζέρτα, καθώς εκείνη προστατευόταν περισσότερο σε περίπτωση ναυτικής επίθεσης και βρισκόταν σε ασφαλή απόσταση από τον συχνά επαναστατικό πληθυσμό της Νεάπολης.[17][18][19][20]
Κατά τη διάρκεια της ναπολεόντειας κατοχής το παλάτι εμπλουτίστηκε από τον Ιωακείμ Μυρά και τη σύζυγό του Καρολίνα Βοναπάρτη με νεοκλασικά διακοσμητικά στοιχεία και έπιπλα. Εντούτοις, μια πυρκαγιά το 1837 κατέστρεψε πολλά δωμάτια και η αποκατάσταση υπό τη διεύθυνση του Γκαετάνο Τζενοβέζε κράτησε από το 1838 έως το 1858. Την ίδια περίοδο έγιναν περαιτέρω οικοδομικές προσθήκες. Στη γωνία του παλατιού με το Θέατρο Σαν Κάρλο, δημιουργήθηκε μια νέα πρόσοψη που επισκίασε το παλάτι του αντιβασιλέα Πέδρο Άλβαρεθ του Τολέδου και της Θουνίγας.[21][22][23]
Το 1922, αποφασίστηκε (με διάταγμα του υπουργού Αντόνιο Ανίλε) να μεταφερθεί στο κτίριο το περιεχόμενο της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Νάπολης, που βρισκόταν μέχρι τότε στο παλάτι του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Η μεταφορά των συλλογών της βιβλιοθήκης έγινε το 1925.[24][25][26]
Το παλάτι υπέστη σημαντικές ζημιές κατά τη διάρκεια του βομβαρδισμού της Νάπολης στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ η επακόλουθη στρατιωτική κατοχή του κτιρίου προκάλεσε σοβαρές ζημιές σε αυτό. Σήμερα, το παλάτι και οι παρακείμενοι χώροι του στεγάζουν το διάσημο Θέατρο Σαν Κάρλο, το μικρότερο Θεατράκι της Αυλής (πρόσφατα ανακαινισμένο), την Εθνική Βιβλιοθήκη Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ΄, ένα μουσείο και γραφεία, όπως εκείνων του περιφερειακού τουριστικού συμβουλίου.[27][28][29][30]
Αγάλματα των βασιλέων της Νεαπόλεως
Το 1888, ο βασιλιάς Ουμβέρτος Α΄ της Ιταλίας πραγματοποίησε αλλαγές στη δυτική προσόψη του κτηρίου (που βλέπει προς την Πλατεία Πλεμπισίτο), με την τοποθέτηση στα κοιλώματά της μιας σειράς αγαλμάτων των προεξεχόντων ηγεμόνων της Νάπολης από την ίδρυση του Βασιλείου της Νεαπόλεως τον 12ο αιώνα. Τα αγάλματα εκτίθενται με χρονολογική σειρά, με βάση τη δυναστεία κάθε ηγεμόνα. Η σειρά ξεκινά από τον Ρογήρο τον Νορμανδό (κατασκευασμένο από τον Εμίλιο Φραντσέσκι) και τελειώνει με τον Βίκτωρ Εμμανουήλ Β΄ (έργο του Φραντσέσκο Τζεράτσε). Κανένα από τα αγάλματα δεν παραπέμπει στη δυναστεία των Βουρβόνων, εκτός από εκείνο του του Καρόλου των Βουρβόνων που αναγράφεται ως «Κάρολος Γ΄».