Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα μουσεία της Ελλάδας και εκθέτει τα αρχαιολογικά ευρήματα που βρέθηκαν στον αρχαιολογικό χώρο της Ολυμπίας. Υπάγεται στο Ελληνικό Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού (Εφορεία Αρχαιοτήτων Ηλείας).
Ιστορία του Μουσείου
Στεγάζει ευρήματα από την Ιερή Άλτη, το χώρο της Ολυμπίας, αντικείμενα που χρονολογούνται από την προϊστορική εποχή μέχρι τους ρωμαϊκούς χρόνους, ακόμη μέχρι και τον 6ο- 7ο αιώνα μ.Χ. Κεντρικό έκθεμα είναι ο Ερμής του Πραξιτέλους, τα αετώματα του ναού του Δία, η Νίκη του Μενδαίου Παιωνίου και το κύπελλο που ανήκε στο Φειδία. Η συλλογή των χάλκινων αντικειμένων αποτελεί μία από τις σημαντικότερες συλλογές παγκοσμίως. Από το σύνολο των, ανεκτίμητης αξίας, εκθεμάτων σημαντικότερη είναι η έκθεση των γλυπτών, για την οποία είναι κυρίως γνωστό το μουσείο, καθώς και η συλλογή χάλκινων αντικειμένων, που είναι η πλουσιότερη στον κόσμο και απαρτίζεται από όπλα, ειδώλια και άλλα αντικείμενα, ενώ ιδιαίτερα σημαντικά είναι και τα ευρήματα της μεγάλης πηλοπλαστικής.[1]
Διάταξη
Το μουσείο διαθέτει δώδεκα αίθουσες (οργανώνεται θεματικά και χρονολογικά: προϊστορικά, γεωμετρικά και αρχαϊκά, αρχαϊκή και κλασική κεραμική, μνημειακή γλυπτική σε τερακότα, αετώματα και μετόπες του ναού του Διός, η «Νίκη του Παιωνίου» Νίκη, το εργαστήριο του Φειδία, ο Ερμής του Πραξιτέλη, αγάλματα ελληνιστικής, ρωμαϊκής εποχής καθώς και των τελευταίων χρόνων ζωής του ιερού και μια πτέρυγα με υπηρεσίες για τους επισκέπτες (w.c. - αναψυκτήριο). Στην ίδια πτέρυγα στεγάζεται το πωλητήριο του μουσείου με αρκετά είδη (εκμαγεία, κάρτες, βιβλία, αντίγραφα κοσμημάτων κλπ).
Ιστορία του Μουσείου
Το έργο της ανασκαφής στο χώρο της Ολυμπίας, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, κατέστησε πολύ γρήγορα απαραίτητη την κατασκευή ενός κτιρίου για να στεγάσει τα ευρήματα. Ο τραπεζίτης φιλάνθρωπος Ανδρέας Συγγρός[2] το χρηματοδότησε με το ποσό των 220.000 δρχ και έδωσε την περιοχή σε δύο Γερμανούς αρχιτέκτονες και αρχαιολόγους, οι οποίοι ξεκίνησαν τις ανασκαφές, τον Dörpfeld Wilhelm και τον Friedrich Adler. Το πρώτο μουσείο στην Ολυμπία γνωστό και ως Παλαιό Μουσείο χτίστηκε το 1885 σε νεοκλασικό ρυθμό, στο λόφο Δρούβα, δυτικά της Άλτεως. Η κατασκευή του ολοκληρώθηκε το 1888 και ήταν το πρώτο ελληνικό μουσείο που κτίστηκε εκτός Αθήνας. Με τα χρόνια, παρουσίασε αρκετές φθορές λόγω των μεγάλων σεισμών, που κατά καιρούς έπληξαν την περιοχή. Εκτός αυτού, ο μεγάλος αριθμός νέων ευρημάτων από τις συνεχιζόμενες ανασκαφές του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στο ιερό, επέβαλε την ίδρυση ενός μεγαλύτερου μουσείου στην Ολυμπία. Η κατασκευή ενός νέου μουσείου αποφασίστηκε τη δεκαετία 70.
Η ανέγερση του Μουσείου
Η ανέγερση του νέου κτηρίου του μουσείο ανατέθηκε στον Έλληνα αρχιτέκτονα Πάτροκλο Καραντινό.[3] Η κατασκευή του ξεκίνησε το 1966, απέναντι από τον χώρο ανασκαφών, στη κοιλάδα βορειοδυτικά του Κρόνειου Λόφου. Το νέο μουσείο ολοκληρώθηκε το 1975 αλλά η μεταφορά των έργων διήρκεσε περισσότερο. Η τελική έκθεση εγκαινιάστηκε μόλις το 1982 από την τότε Υπουργό Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη. Το μουσείο ανακαινίστηκε στο πλαίσιο προετοιμασίας των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Έκλεισε από το Σεπτέμβριο του 2003 έως τις 24 Μαρτίου του 2004. Οι συλλογές αναδιοργανώθηκαν, διατηρώντας το πνεύμα της πρώτης παρουσίασης. Οι αίθουσες επεκτάθηκαν με σκοπό την καλύτερη και ασφαλέστερη ανάδειξη των εκθεμάτων. Το παλαιό μουσείο της Ολυμπίας ξεκίνησε επίσης ανακαινισμένο να λειτουργεί ως Μουσείο της Ιστορίας των Ολυμπιακών Αγώνων της Αρχαιότητας.[4]