Ο Αλαίν Ρομπ-Γκριγιέ γεννήθηκε στη Βρέστη (Φινιστέρ, Γαλλία) σε οικογένεια μηχανικών και επιστημόνων. Σπούδασε στατιστική και γεωπονία. Κατά τα έτη 1943 και 1944 συμμετείχε σε υποχρεωτική εργασία στη Νυρεμβέργη. Επιστρέφοντας στη Γαλλία το 1945, πήρε το δίπλωμά του στο Εθνικό Ινστιτούτο Γεωπονίας. Η εργασία του ως γεωπόνος τον οδήγησε στη Μαρτινίκα, τη Γαλλική Γουιάνα, τη Γουαδελούπη και το Μαρόκο. Από το 1951 αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία. Το 1960, υπέγραψε το Μανιφέστο των 121 για την υποστήριξη του αγώνα της Αλγερίας για ανεξαρτησία. Το 1957 παντρεύτηκε τη συγγραφέα Κατρίν Ρομπ-Γκριγιέ. Πέθανε στην Καέν στις 18 Φεβρουαρίου 2008 από καρδιακή προσβολή.[24]
Σταδιοδρομία
Το πρώτο μυθιστόρημα που δημοσίευσε ο Ρομπ-Γκριγιέ ήταν ΟιΓομολάστιχες (Les Gommes), το οποίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Les Éditions de Minuit το 1953. Μετά από αυτό, αφιερώθηκε αποκλειστικά στη λογοτεχνία. Το πρώιμο έργο του εγκωμιάστηκε από εξέχοντες κριτικούς, όπως ο Ρολάν Μπαρτ και ο Μωρίς Μπλανσό. Γύρω στην εποχή του δεύτερου μυθιστορήματός του, έγινε λογοτεχνικός σύμβουλος στις εκδόσεις Les Éditions de Minuit, κατέχοντας τη θέση από το 1955 έως το 1985. Μετά την έκδοση τεσσάρων μυθιστορημάτων, το 1961, συνεργάστηκε με τον σκηνοθέτη Αλέν Ρενέ, γράφοντας το σενάριο για το Πέρυσι στο Μαρίενμπαντ, και στη συνέχεια έγραψε και σκηνοθέτησε δικές του ταινίες.[25]
Το 1963, ο Ρομπ-Γκριγιέ δημοσίευσε το Για ένα Νέο Μυθιστόρημα, μια συλλογή θεωρητικών κειμένων του που είχε δημοσιεύσει στο παρελθόν σχετικά με το μυθιστόρημα, που αποτελεί το μανιφέστο του Νέου μυθιστορήματος. Από το 1966 έως το 1968, ήταν μέλος της Ύπατης Επιτροπής για την υπεράσπιση και τη διάδοση της Γαλλικής γλώσσας. Επιπλέον, ήταν επικεφαλής του Κέντρου Κοινωνιολογίας της Λογοτεχνίας στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών από το 1980 έως το 1988. Από το 1971 έως το 1995, ήταν καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, διδάσκοντας τα δικά του μυθιστορήματα.
Το 2004, σε ηλικία 82 ετών, ο Ρομπ-Γκριγιέ εξελέγη στη Γαλλική Ακαδημία αλλά ποτέ δεν έγινε δεκτός επίσημα από την Ακαδημία λόγω διαφωνιών σχετικά με τις διαδικασίες υποδοχής. Αρνήθηκε να προετοιμάσει και να υποβάλει ομιλία καλωσορίσματος εκ των προτέρων, προτιμώντας να αυτοσχεδιάσει την ομιλία του, επίσης αρνήθηκε να αγοράσει και να φορέσει την επίσημη στολή της Ακαδημίας, τα οποία θεωρούσε ξεπερασμένα.[26]
Γραφή
Ο τρόπος γραφής του έχει περιγραφεί ως «ρεαλιστικός» ή «φαινομενολογικός» (με τη Χαϊντεγκεριανή έννοια). Μεθοδικές και συχνά επαναλαμβανόμενες περιγραφές αντικειμένων αντικαθιστούν (αν και συχνά αποκαλύπτουν) την ψυχολογία και την εσωτερικότητα του χαρακτήρα. Ο αναγνώστης πρέπει σιγά-σιγά να συνδυάσει την ιστορία και τη συναισθηματική εμπειρία της ζήλιας, για παράδειγμα, στην επανάληψη των περιγραφών, στην προσοχή σε περίεργες λεπτομέρειες και στα διαλείμματα των επαναλήψεων, μια μέθοδος που μοιάζει με την εμπειρία της ψυχανάλυσης στην οποία τα βαθύτερα ασυνείδητα νοήματα περιέχονται στη ροή και τις διαταραχές των ελεύθερων συσχετισμών. Τα πάντα παραμένουν τυχαία και αινιγματικά. Ο χρόνος δεν υπάρχει και ο χώρος είναι αβέβαιος. Τα χρονοδιαγράμματα και οι πλοκές διασπώνται και το μυθιστόρημα που προκύπτει μοιάζει με το λογοτεχνικό ισοδύναμο ενός κυβιστικού πίνακα. Τελικά, το έργο του χαρακτηρίζεται από την ικανότητά του να σημαίνει πολλά πράγματα για πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους.[27]
Μυθιστορήματα
Ο Ρομπ-Γκριγιέ έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα Μια Βασιλοκτονία (Un Régicide) το 1949, αλλά απορρίφθηκε από τους εκδότες και δημοσιεύτηκε με μικρές διορθώσεις το 1978. Το δεύτερο μυθιστόρημά του, ΟιΓομολάστιχες (Les Gommes), επιφανειακά μοιάζει με αστυνομικό μυθιστόρημα, αλλά περιέχει μια βαθύτερη δομή βασισμένη στον μύθο του Οιδίποδα. Ο ντετέκτιβ αναζητά τον δολοφόνο σε μια δολοφονία που δεν έχει συμβεί ακόμα και ανακαλύπτει ότι είναι η μοίρα του να γίνει αυτός ο δολοφόνος.
Το επόμενο και πιο αναγνωρισμένο μυθιστόρημά του είναι Ο Ηδονοβλεψίας (Le Voyeur), που κυκλοφόρησε το 1955. Αφηγείται την ιστορία του Ματίας, ενός περιοδεύοντος πωλητή ρολογιών που επιστρέφει στο νησί της νιότης του με έναν απελπισμένο στόχο. Όπως με πολλά από τα μυθιστορήματά του, περιστρέφεται γύρω από έναν φόνο: σε όλο το μυθιστόρημα, ο Ματίας διαβάζει ένα απόκομμα εφημερίδας σχετικά με τις λεπτομέρειες της δολοφονίας μιας νεαρής κοπέλας και την ανακάλυψη του πτώματός της στους παραθαλάσσιους βράχους. Η σχέση του Ματίας με ένα νεκρό κορίτσι, πιθανώς αυτό που αναφέρεται στην ιστορία, αποκαλύπτεται έμμεσα στην πορεία του μυθιστορήματος, έτσι ώστε ο αναγνώστης να μην είναι ποτέ πραγματικά σίγουρος αν ο Ματίας είναι δολοφόνος ή απλά ένα άτομο που φαντασιώνεται ότι σκότωσε. Είναι σημαντικό ότι η «πραγματική δολοφονία», αν υπάρχει κάτι τέτοιο, απουσιάζει από το κείμενο. Η αφήγηση περιέχει ελάχιστους διαλόγους και διφορούμενο χρονοδιάγραμμα γεγονότων. Η αρχική πρόταση είναι ενδεικτική του τόνου του μυθιστορήματος: «Ήταν σαν να μην το είχε ακούσει κανείς». Στο έργο απονεμήθηκε το Βραβείο των Κριτικών.[28]
Στη συνέχεια, έγραψε το μυθιστόρημα Η Ζήλεια (La Jalousie,1957), ένα από τα λίγα μυθιστορήματά του που διαδραματίζεται σε μη αστική τοποθεσία, σε μια μπανανοφυτεία. Ο απών αφηγητής, ένας ζηλιάρης σύζυγος, παρατηρεί σιωπηλά τις αλληλεπιδράσεις της γυναίκας του (αναφέρεται μόνο ως A...) και ενός γείτονα, του Φρανκ. Ο αφηγητής, που δεν κατονομάζει ποτέ τον εαυτό του και η παρουσία του υπονοείται μόνο, π.χ. από τον αριθμό των θέσεων στο τραπέζι ή στις ξαπλώστρες στη βεράντα, είναι εξαιρετικά καχύποπτος ότι η γυναίκα του έχει σχέση με τον Φρανκ. Σε όλο το μυθιστόρημα, ο απών αφηγητής επαναλαμβάνει συνεχώς τις παρατηρήσεις και τις υποψίες του, τόσο που καθίσταται αδύνατη η διάκριση μεταξύ γεγονότων που παρατήρησε ή που υποψιάστηκε.
Κατόπιν δημοσίευσε το μυθιστόρημα Μέσα στον λαβύρινθο (Dans le labyrinthe, 1959). Στα μεταγενέστερα έργα του υποχωρεί η σημασία και η περιγραφή των αντικειμένων και κυριαρχεί το θέμα του έρωτα και του θανάτου, όπως στα μυθιστορήματα Το σπίτι των ραντεβού (La Maison de rendez-vous, 1965), Σχέδιο για μια επανάσταση στη Νέα Υόρκη (Projet pour une révolution à New York, 1970), Τοπολογία μιας πόλης φάντασμα (Topologie d'une cité fantôme, 1976) και Αναμνήσεις του χρυσού τριγώνου (Souvenirs du triangle d'or, 1978). Στο Τζιν (Djinn, 1981) υιοθέτησε νέο τρόπο γραφής, κάθε κεφάλαιο πραγματεύεται ένα συγκεκριμένο στοιχείο της γαλλικής γραμματικής, το οποίο γίνεται όλο και πιο δύσκολο. Μοιάζει με αστυνομικό μυθιστόρημα, συνδυάζοντας τη φανταστική γραφή.[29] Το τελευταίο μυθιστόρημα ήταν το αστυνομικό-κατασκοπικό Η Επανάληψη (La Reprise, 2001). Το 2007 δημοσίευσε το Ένα Αισθηματικό μυθιστόρημα (Un Roman sentimental) το οποίο σε συνέντευξή του αποκάλεσε «Παραμύθι για ενήλικες» και δεν το θεωρούσε τμήμα του λογοτεχνικού του έργου.
Δημοσίευσε επίσης αυτοβιογραφικά έργα: Ο καθρέπτης που επανέρχεται (Le miroir qui revient) (1985) και Αγγελική ή η Γοητεία (Angélique ou l'Enchantement, 1988) και Οι Τελευταίες ημέρες της Κορίνθου (Les Derniers Jours de Corinthe, 1994).[30]