Τα Αθαμανικά όρη, ευρύτερα γνωστά ως Τζουμέρκα (τα) ή Τσουμέρκα (η), Τσουμέρνικον (το) κατά τους Βυζαντινούς,[1] ή ακόμα και Κιμμέρια όρη, κατά τον Μάξιμο τον Γεωγράφο, είναι μεγάλη οροσειρά της δυτικής Ελλάδος, που ουσιαστικά αποτελεί νότιο τμήμα της ευρύτερης οροσειράς της Πίνδου που υψώνεται μεταξύ των ποταμών Αράχθου και Αχελώου, όπου και η αρχαία Αθαμανία εξ ου και η ονομασία τους. Οι δε κάτοικοι της ορεινής αυτής περιοχής καλούνται Τζουμερκιώτες / Τζουμερκιώτισσες.
Κύριες κορυφές
Η υψηλότερη κορυφή τους είναι η Κακαρδίτσα με υψόμετρο 2.429 μέτρα[2][3] και η επόμενη ψηλότερη είναι το Καταφίδι (ή Καταφύδι) με υψόμετρο 2.393 μέτρα. Καταλαμβάνουν τμήμα των νομών Ιωαννίνων, Άρτας και Τρικάλων. Το όριο τους στα ανατολικά είναι ο ποταμός Αχελώος που διαχωρίζει τα Αθαμανικά Όρη από την υπόλοιπη Πίνδο, ενώ βόρεια γειτονεύουν με τον Λάκμο.
Η οροσειρά χωρίζεται σε δύο επιμέρους τμήματα. Το βορειότερο τμήμα που βρίσκεται στα όρια των νομών Ιωαννίνων και Τρικάλων ονομάζεται Κακαρδίτσα και σε αυτό ανήκει η υψηλότερη κορυφή της οροσειράς. Το νοτιότερο τμήμα είναι τα κυρίως Τζουμέρκα και ανήκει στο μεγαλύτερο τμήμα του στον νομό Άρτας.
Τα Αθαμανικά όρη έχουν χαρακτηριστεί μία από τις σημαντικές περιοχές για πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΠΕ)[4] και έχουν ανακηρυχθεί σε Εθνικό Πάρκο (Εθνικό Πάρκο Τζουμέρκων, Περιστερίου και χαράδρας Αράχθου) .[5][6][7]
Βορειότερο τμήμα
Το βορειότερο τμήμα της οροσειράς ονομάζεται Κακαρδίτσα και περιλαμβάνει την υψηλότερη κορυφή της οροσειράς με υψόμετρο 2.429 μέτρα. Η κορυφή αυτή βρίσκεται ανάμεσα στα χωριά Ματσούκι, Μελισσουργοί και Αθαμανία. Άλλες υψηλές κορυφές της Κακαρδίτσας είναι οι: Καταραχιάς (2.299μ), Χίλια εξήντα (2.253μ), Τσούμα Πλαστάρι (2.188μ) , Κρυάκουρας (2.100μ), Φούρκα (2.100μ), Καταφύγι (2098μ) και Βαρικό (2.007μ). Χωρίζεται από τον Λάκμο από τα ρέματα Νέγκρη και Μονοδέντρι ενώ ενώνεται με αυτόν με τον αυχένα Μπάρο. Από το νοτιότερο τμήμα των Τζουμέρκων χωρίζεται από το Μελισσουργιώτικο ποτάμι.[8]
Νοτιότερο τμήμα
Το νοτιότερο τμήμα ανήκει κυρίως στον νομό Άρτας. Ορίζεται δυτικά από την κοιλάδα του Αράχθου, ανατολικά από τον Αχελώο, στα βορειοανατολικά χωρίζεται από την Κακαρδίτσα και από το Μελισσουργιώτικο ποτάμι, και νότια συνδέεται με τα Όρη Βάλτου. Η υψηλότερη κορυφή του είναι το Καταφύδι με υψόμετρο 2.393 μ. Άλλες ψηλές κορυφές είναι οι: Στρογγούλα (2.107μ), Γερακοβούνι (2.211μ), Αγκάθι Κωστηλάτας (2.386μ) και Σκλάβα (2.067 μ)[9]
Τα Αθαμανικά όρη οφείλουν την ονομασία τους στο αρχαιοελληνικό φύλο των Αθαμανών που ήταν εγκατεστημένο στην περιοχή αυτή. Οι Αθαμάνες άκμασαν κυρίως τον 3ο και 2ο αιώνα π.Χ. όπου διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στις συγκρούσεις μεταξύ Μακεδόνων και Αιτωλών.[11].
Το όνομα Τζουμέρκα είναι σλαβικής προέλευσης και σημαίνει ελλέβορος[12]: Τζουμέρκα < σλαβική чемерика < πρωτοσλαβική *čemerъ.
Νεότερη ιστορία
Στη νεότερη ελληνική ιστορία τα Τζουμέρκα έγιναν ιδιαίτερα ονομαστά, ακόμα και διάσημα επειδή υπήρξαν ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα της ελληνικής Κλεφτουριάς, καθώς και ονομαστό αρματολίκι. Η απότομη ορεινή φύση τους καθώς και η παρουσία μεγάλων και πολλών κτηνοτρόφων αποτελούσαν ευνοϊκούς όρους για τους Κλέφτες. Κάθε στάνη ουσιαστικά αποτελούσε μια οργανωμένη επιμελητεία των λεγομένων "μπουλουκιών" (ενόπλων σωμάτων) των Κλεφτών. Στα δε λεγόμενα τσελιγκάτα όπου οι τσέλιγκες ήταν οι αρχηγοί των πατριών των κτηνοτρόφων οι ίδιοι αποτελούσαν τους βασικούς πληροφοριοδότες των Κλεφτών. Πάνω στις απότομες ράχες αυτού του ορεινού συγκροτήματος ήταν πολύ φυσικό ν΄ αναπτυχθεί έντονο φιλελεύθερο πνεύμα το οποίο αναγνώρισαν και οι ίδιοι οι Σουλτάνοι παραχωρώντας διάφορα προνόμια, όπως στα Ζαγοροχώρια.
Κατά την περίοδο της Οθωμανοκρατίας τα χωριά των Τζουμέρκων χαρακτηρίζονταν "ελεύθερα" και καλούνταν με τη προσωνυμία "Κεφαλοχώρια". Στην εποχή του Αλή πασά τα Τζουμέρκα αποτελούσαν σπουδαίο αρματολίκι από το οποίο και αναδείχθηκε πλειάδα από ονομαστούς καπεταναίους με κυριότερο τον γενναίο Κατσαντώνη. Μετά το θάνατο του Αλή πασά, από τα 30 περίπου χωριά των Τζουμέρκων μόνο τέσσερα κατόρθωσαν να περισώσουν κάποια από τα παλιά τους προνόμια και αυτά ήταν οι Καλαρρύτες, το Συρράκο, το Ματσούκι και οι Μελισσουργοί που αποτελούσαν κέντρο οικονομικής και πνευματικής ανάπτυξης της ευρύτερης περιοχής της Ηπείρου.
Όταν οι Μεγάλες Δυνάμεις (Αγγλία Γαλλία και Ρωσία) οριοθέτησαν το νέο κατ΄ εντολή κράτος της Ελλάδος, τα ηρωικά Τζουμέρκα, όπως και τα Ψαρά, η Χίος, η Σάμος και η Κρήτη δεν συμπεριελήφθησαν σ΄ αυτό. Η πλειάδα των οπλαρχηγών και των ηρώων της Επανάστασης του 1821, ειδικότερα εκ των περιοχών αυτών, και το αίμα που έχυσαν για την ελευθερία δεν ήταν αρκετά. Έπρεπε να ακολουθήσουν άλλες τρεις επαναστάσεις, να θυσιαστούν κι άλλοι ήρωες, να χυθεί κι άλλο αίμα για να γίνει τελικά το ποθούμενο πραγματικότητα, σχεδόν ένα αιώνα μετά, από τον ελληνικό στρατό, στον Α΄ Βαλκανικό πόλεμο, το 1912. Ωστόσο μετά την πολυπόθητη προσάρτηση των Τζουμέρκων στο Βασίλειο της Ελλάδος έκπληκτοι οι Τζουερκιώτες είδαν την περιφέρεια των χωριών τους να κατανέμεται σε τρεις νομούς, των Ιωαννίνων, της Άρτας και των Τρικάλων, όπως δηλαδή στην προ του Αλή πασά εποχή, κατά τα υφιστάμενα τότε σαντζάκια και να χάνουν την διοικητική τους συνοχή.
Τα χωριά των Τζουμέρκων, καλούμενα Τζουμερκοχώρια, που μαζί με τους οικισμούς τους φθάνουν τα 65 κατανεμήθηκαν σε τρεις νομούς. Εξ αυτών, σύμφωνα και με την τελευταία διοικητική διαίρεση 33 περιλαμβάνονται στον Δήμο Βορείων Τζουμέρκων (Ιωαννίνων), συνολικής έκτασης 300.000 στρεμμάτων, 26 στον Δήμο Κεντρικών Τζουμέρκων (Άρτας), συνολικής έκτασης 950.000 στρεμμάτων και 6 στην Περιφερειακή Ενότητα Τρικάλων, συνολικής έκτασης 200.000 στρεμμάτων.
Κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και ειδικότερα από τα μέσα μέχρι το τέλος Οκτωβρίου του 1943, τα Τζουμερκοχώρια υπέστησαν μεγάλες καταστροφές από τις εκκαθαρίσεις των Γερμανών κατακτητών καταβάλλοντας τις εκεί ελληνικές αντιστασιακές δυνάμεις. Από το σύνολο των οικιών, περίπου 6.000, πυρπολήθηκε το 1/3 αυτών, συγκεκριμένα 1905 οικίες, ενώ φονεύτηκαν 117 άτομα εκ του αμάχου πληθυσμού, κυρίως υπερήλικες.
Παραπομπές
↑Ν. Γ. Φιλιππίδης "Η Επανάστασις και καταστροφή της Ναούσης" - Αθήνησι 1881, σ.12