Ο όρος «Προέλευση της ζωής» ανακατευθύνει εδώ, για αντιλήψεις πάνω στην προέλευση της ζωής εκτός των φυσικών επιστημών δείτε: Μύθος της δημιουργίας
Με τον όρο αβιογένεση (abiogenesis) στις φυσικές επιστήμες, εννοείται η μελέτη της προέλευσης των ζωντανών οργανισμών (και της ζωής εν γένει) από μη έμβια ύλη. Δεν πρέπει να συγχέεται με τη θεωρία της εξέλιξης, η οποία μελετά τον τρόπο με τον οποίο μεταβάλλονται οι ζωντανοί οργανισμοί στον χρόνο. Τα αμινοξέα, τα οποία συχνά αναφέρονται και ως «δομικά στοιχεία της ζωής», είναι δυνατόν να σχηματιστούν από χημικές αντιδράσεις ανεξαρτήτως της ύπαρξης ζωής, όπως απέδειξε το πείραμα των Μίλερ και Ούρι προσομοιώνοντας τις συνθήκες της νεαρής Γης. Σε όλους τους ζωντανούς οργανισμούς, τα αμινοξέα είναι οργανωμένα σε πρωτεΐνες, για τον σχηματισμό των οποίων μεσολαβούν τα νουκλεϊκά οξέα. Έτσι το ερώτημα για την προέλευση της ζωής στη Γη, ανάγεται στο ερώτημα της προέλευσης των πρώτων νουκλεϊκών οξέων.
Οι πρώτοι ζωντανοί οργανισμοί στη Γη θεωρείται ότι ήταν μονοκύτταροιπροκαρυωτικοί οργανισμοί. Τα παλαιότερα απολιθώματα μικροβιοειδών οργανισμών χρονολογούνται ως και 3,5 δισεκατομμύρια ετών, μερικές δεκάδες εκατομμύρια χρόνια νεώτερα από τη Γη.[1][2] Πριν από 2,4 δισεκατομμύρια χρόνια, η αναλογία σταθερών ισοτόπωνάνθρακα, σιδήρου και θείου δείχνει τη δράση ζωντανών οργανισμών σε ανόργανα ορυκτά και ιζήματα[3][4] ενώ μοριακοί βιοδείκτες υποδεικνύουν φωτοσύνθεση, αποδεικνύοντας ότι η ζωή στη Γη είχε ήδη εξαπλωθεί εκείνη τη χρονική περίοδο. [5][6]
Εντούτοις η ακριβής ακολουθία χημικών διεργασιών οι οποίες οδήγησαν στα πρώτα νουκλεϊκά οξέα δεν είναι γνωστή. Έχουν προταθεί αρκετές υποθέσεις για την πρώιμη ζωή στον πλανήτη, με πιο σημαντικές τη θεωρία σιδήρου-θείου (μεταβολισμός χωρίς γενετικό υλικό) και την υπόθεση RNA (μορφές ζωής με RNA).
Η ιστορία της ιδέας στην επιστήμη
Αυτόματη γένεση
Μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα, ήταν ευρέως διαδεδομένη η αντίληψη ότι συγκεκριμένες μορφές ζωής δημιουργούνταν αυτόματα από μη έμβια ύλη. Αυτό ήταν αντίστοιχο με την αντίληψη της ετερογένεσης, σύμφωνα με την οποία μία μορφή ζωής μπορούσε να προέλθει από μία άλλη (π.χ. μέλισσες από λουλούδια)[7]. Κλασσική αντίληψη αβιογένεσης, που τώρα ορίζεται ακριβέστερα ως αυτόματη γένεση, ήταν ότι συγκεκριμένοι πολύπλοκοι ζωντανοί οργανισμοί δημιουργούνταν από αποσυντιθέμενες οργανικές ουσίες. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη ήταν άμεσα παρατηρήσιμη αλήθεια ότι οι αφίδες γεννιόνταν από τη δρόσο που έπεφτε στα φυτά, οι μύγες από σάπια ύλη, τα ποντίκια από βρώμικα άχυρα, οι κροκόδειλοι από σάπιους κορμούς που έπεφταν στους πυθμένες λιμνών κ.ο.κ.[8].
Τον 17ο αιώνα αυτές οι αντιλήψεις άρχισαν να τίθενται υπό αμφισβήτηση. Για παράδειγμα το 1646 ο Τόμας Μπρόουν (Sir Thomas Browne) εξέδωσε το έργο του Pseudodoxia Epidemica (με υπότιτλο Enquiries into Very many Received Tenets, and Commonly Presumed Truths, Ερωτήματα για πάρα πολλά δεδομένα δόγματα, και κοινώς θεωρούμενες αλήθειες) το οποίο συνιστούσε επίθεση κατά των λανθασμένων πεποιθήσεων και των κοινών λαθών (vulgar errors). Τα συμπεράσματά του δεν υιοθετήθηκαν ευρέως. Για παράδειγμα ο σύγχρονός του, Αλεξάντερ Ρος, έγραψε: «το να αμφισβητήσει αυτό (ενν. την αυτόματη γένεση) είναι σαν να αμφισβητεί τη λογική, τις αισθήσεις και την εμπειρία. Αν αμφιβάλει για αυτό, ας πάει στην Αίγυπτο όπου θα βρει λιβάδια πλημμυρισμένα από ποντίκια γεννημένα από τη λάσπη του Νείλου, προς μεγάλη συμφορά των κατοίκων.»[9]
Το 1665 ο Ρόμπερτ Χουκ εξέδωσε τα πρώτα σκίτσα ενός μικροοργανισμού. Τον Χουκ ακολούθησε το 1676 ο Άντονι φαν Λέβενχουκ (Anthony van Leeuwenhoek), ο οποίος περιέγραψε μικροοργανισμούς που σήμερα θεωρείται ότι ήταν πρωτόζωα και βακτήρια.[10] Πολλοί θεώρησαν ότι η ύπαρξη των μικροοργανισμών ήταν απόδειξη της αυτόματης γένεσης, καθώς οι μικροοργανισμοί έμοιαζαν αρκετά απλοϊκοί ώστε να είναι ικανοί για σεξουαλική αναπαραγωγή, ενώ η ασεξουαλική αναπαραγωγή μέσω της κυτταρικής διαίρεσης δεν είχε ακόμα παρατηρηθεί.
Τα πρώτα ισχυρά στοιχεία ενάντια στην αυτόματη γένεση παρουσιάστηκαν το 1668 από τον Φραντσέσκο Ρέντι, ο οποίος απέδειξε ότι δεν εμφανίζονταν σκουλήκια στο κρέας, αν οι μύγες εμποδίζονταν να αποθέσουν τα αυγά τους. Σταδιακά αποδείχθηκε ότι στην περίπτωση όλων των ανώτερων και άμεσα ορατών οργανισμών, οι προηγούμενες θέσεις για την αυτόματη γένεση ήταν λανθασμένες. Η εναλλακτική αντίληψη έμοιαζε να είναι η βιογένεση, κατά την οποία κάθε ζωντανός οργανισμός προέρχεται από ήδη υφιστάμενους ζωντανούς οργανισμούς (omne vivum ex ovo, λατινική έκφραση που σημαίνει «όλα τα ζωντανά από αυγό»).
Το 1768 ο Λάζαρο Σπαλαντσάνι απέδειξε ότι τα μικρόβια υπήρχαν στον αέρα και ότι μπορούσαν να σκοτωθούν με το βράσιμο. Το 1861 ο Λουί Παστέρ έκανε μια σειρά πειραμάτων τα οποία έδειξαν ότι οργανισμοί όπως βακτήρια και μύκητες δεν εμφανίζονται αυτόματα σε αποστειρωμένες τροφές.
Παστέρ και Δαρβίνος
Στα μέσα του 19ου αιώνα η θεωρία της βιογένεσης είχε αποκτήσει τέτοια υποστήριξη από στοιχεία και παρατηρήσεις, λόγω του έργου του Παστέρ και άλλων, ώστε η εναλλακτική θεωρία της αυτόματης γένεσης είχε διαψευσθεί αποτελεσματικά. Ο ίδιος ο Παστέρ σχολίασε, μετά από ένα αποφασιστικό εύρημα το 1864, «Το δόγμα της αυτόματης γένεσης δεν πρόκειται να ανανήψει από το θανατηφόρο χτύπημα που υπέστη από το απλό αυτό πείραμα.»[11]
Η κατάρρευση ωστόσο της θεωρίας της αυτόματης γένεσης άφησε ένα κενό στην επιστημονική σκέψη πάνω στο ερώτημα του πώς είχε πρωτοεμφανιστεί η ζωή στη Γη.
Σε ένα γράμμα στον Τζόζεφ Ντάλτον Χούκερ στην 1 Φεβρουαρίου του 1871[12], ο Κάρολος Δαρβίνος απάντησε στο ερώτημα, εισηγούμενος ότι η αρχική σπίθα της ζωής μπορεί να είχε προκύψει σε μία «ζεστή λιμνούλα, με όλων των ειδών τα αμωνιακά και φωσφορικά άλατα, σπινθήρες, θερμότητα, ηλεκτρισμό κτλ. παρόντα, έτσι που μια πρωτεΐνη που δημιουργούνταν να ήταν έτοιμη να υποστεί ακόμα πιο πολύπλοκες αλλαγές». Συνέχισε εξηγώντας ότι «σήμερα κάτι τέτοιο θα είχε καταβροχθιστεί ή απορροφηθεί στιγμιαία, πράγμα που δεν ίσχυε πριν την εμφάνιση όμως της ζωής.»[13] Με άλλα λόγια, η παρουσία της ίδιας της ζωής κάνει την αναζήτηση της προέλευσής της να εξαρτάται από τις συνθήκες αποστείρωσης του εργαστηρίου.
Χάλντεϊν και Οπάριν: η θεωρία της αρχέγονης σούπας
Καμία σημαντική έρευνα ή θεωρία πάνω στο θέμα δεν εμφανίστηκε μέχρι το 1924, όταν ο Αλεξάντρ Οπάριν προέβαλε το επιχείρημα ότι το οξυγόνο της ατμόσφαιρας εμποδίζει τη σύνθεση συγκεκριμένων οργανικών ενώσεων που είναι αναγκαία δομικά στοιχεία για την εξέλιξη της ζωής. Στο έργο του Η προέλευση της Ζωής,[14][15] πρότεινε ότι η «αυτόματη γένεση της ζωής» η οποία είχε δεχθεί επίθεση από τον Παστέρ, στην πραγματικότητα συντελέστηκε μία φορά, και τώρα είναι αδύνατη επειδή οι συνθήκες που επικρατούσαν στη νεαρή Γη έχουν αλλάξει, καθώς και λόγω της παρουσίας ζωντανών οργανισμών που θα καταβρόχθιζαν στιγμιαία οποιονδήποτε αυτόματα γεννημένο οργανισμό. Ο Οπάριν διατύπωσε την άποψη ότι μία «αρχέγονη σούπα» από οργανικά μόρια θα μπορούσε να δημιουργηθεί σε μία ατμόσφαιρα χωρίς οξυγόνο υπό την επίδραση του ηλιακού φωτός. Αυτά θα μπορούσαν να συνδυαστούν σε ακόμα πιο σύνθετους τρόπους μέχρι να σχηματίσουν στοιβαγμένα σταγονίδια. Αυτά τα σταγονίδια θα μεγάλωναν συγχωνευόμενα με άλλα, και θα αναπαράγονταν χωριζόμενα σε θυγατρικά σταγονίδια, και έτσι θα είχαν και ένα πρωτόγονο μεταβολισμό στον οποίο οι παράγοντες που θα προήγαγαν την ακεραιότητα ενός «κυττάρου» θα επιβίωναν, σε αντίθεση με αυτούς που δεν θα ευνοούσαν. Πολλές από τις σύγχρονες θεωρίες για την προέλευση της ζωής έχουν σαν αρχικό σημείο τις ιδέες του Οπάριν.
Σχεδόν τον ίδιο καιρό ο Τζ. Μπ. Σ. Χάλντεϊν εξέφρασε την άποψη ότι πριν την εμφάνιση της ζωής οι ωκεανοί της Γης - που διέφεραν πολύ από τη σημερινή τους μορφή - θα είχαν σχηματίσει μια «ζεστή διαλυμένη σούπα» στην οποία οργανικές ενώσεις θα μπορούσαν να σχηματιστούν. Αυτή η ιδέα ονομάστηκε βιοποίηση, διαδικασία με την οποία η ζωή εξελίσεται από αυτοαναπαραγόμενα αλλά όχι ζωντανά μόρια.[16][17]
Αρχικές συνθήκες
Ο Μορς και ο Μακένζι [18] έχουν διατυπώσει την υπόθεση ότι οι ωκεανοί ενδέχεται να εμφανίστηκαν στον Καταρχαιοζωικό αιώνα, 200 εκατομμύρια χρόνια μετά τον σχηματισμό της Γης, σε ζεστό περιβάλλον θερμοκρασίας 100 °C με έντονες αναγωγικές συνθήκες του οποίου το pH, που ήταν περίπου 5.8 αυξανόταν γρήγορα προς την ουδέτερη περιοχή (περίπου 7). Αυτό υποστηρίχθηκε και από τον Γουάιλντ[1] ο οποίος επανεκτίμησε την ηλικία των κρυστάλλων ζιρκονίου που βρέθηκαν σε μεταμορφωσιγενή χαλαζίτη στο όρος Narryer της δυτικής Αυστραλίας σε 4,404 δισεκατομμύρια χρόνια, ενώ πριν νομίζονταν 4,1-4,2 δισ. χρόνια. Αυτό σημαίνει ότι οι ωκεανοί και ο ηπειρωτικός φλοιός υπήρχαν ήδη 150 εκατομμύρια χρόνια μετά τον σχηματισμό της Γης.
Εντούτοις, το περιβάλλον στον Καταρχαιοζωικό αιώνα ήταν αρκετά εχθρικό για τη ζωή. Συχνές συγκρούσεις με μεγάλα αντικείμενα, διαμέτρου έως και 500 χιλιομέτρων, θα ήταν αρκετές για να εξατμιστεί ο ωκεανός σε λίγους μήνες, ενώ καυτός ατμός αναμεμιγμένος με θραύσματα πετρωμάτων θα προκαλούσε δημιουργία νεφών σε μεγάλο υψόμετρο, που θα κάλυπταν εντελώς τον πλανήτη. Μετά από λίγους μήνες το υψόμετρο των νεφών θα άρχιζε να μειώνεται, αλλά αυτό της βάσης τους θα συνέχιζε να αυξάνει για μερικές χιλιάδες χρόνια. Μετά από αυτό θα άρχιζε να βρέχει σε χαμηλά υψόμετρα. Για τα επόμενα δύο χιλιάδες χρόνια οι βροχές θα έριχναν το ύψος των νεφών, επαναφέροντας τους ωκεανούς στο αρχικό τους βάθος 3.000 χρόνια μετά τη συντριβή.[19]
Μεταξύ 4,1 και 3,1 δισεκατομμυρίων ετών πριν, οι τροχιές των γιγάντων αερίων ενδέχεται να προκάλεσαν τον ύστερο βαρύ βομβαρδισμό που σημάδεψε τη Σελήνη και τους εσωτερικούς πλανήτες (Ερμή, Άρη, και πιθανώς και τη Γη και την Αφροδίτη). Αυτό το γεγονός είναι πιθανό να εξάλειψε τη ζωή από τον πλανήτη, αν αυτή είχε εμφανιστεί προηγουμένως.
Εξετάζοντας το μεσοδιάστημα μεταξύ τέτοιων καταστροφικών γεγονότων, το χρονικό διάστημα στο οποίο ενδέχεται να εμφανίστηκε η ζωή μπορεί να βρεθεί για διαφορετικά νεαρά περιβάλλοντα. Η μελέτη του Μάχερ και του Στέφενσον δείχνει ότι αν το βαθύ θαλάσσιο υδροθερμικό σκηνικό είναι κατάλληλο πεδίο για την προέλευση της ζωής, η αβιογένεση μπορεί να συνέβη από 4,2 εώς 4,0 δισεκατομμύρια χρόνια πριν, ενώ αν εμφανίστηκε στην επιφάνεια της Γης θα μπορούσε να έχει εμφανιστεί μόνο μεταξύ 3,7 και 4,0 δισεκατομμύρια χρόνια πριν.[20]
Άλλες έρευνες υποθέτουν ψυχρή προέλευση της ζωής. Το έργο του Λέσλι Όρτζελ και των συνεργατών του στη σύνθεση των πουρίνων έχει δείξει ότι οι ψυχρές θερμοκρασίες είναι ευεργετικές, λόγω του φαινομένου συγκέντρωσης των προαπαιτούμενων στοιχείων όπως το υδροκυάνιο (HCN).[21] Έρευνα του Στάνλεϊ Μίλερ και των συνεργατών του έδειξε ότι ενώ η αδενίνη και η γουανίνη απαιτούν συνθήκες ψύχους για τη σύνθεσή τους, η κυτοσίνη και η ουρακίλη χρειάζονται θερμοκρασίες βρασμού.[22] Βασισμένος σε αυτό ο Μίλερ πρότεινε ως πιθανό περιβάλλον για την ανάπτυξη της ζωής κάποιο που θα είχε συνθήκες ψύχους και εκρηγνυόμενους μετεωρίτες.[23] Σε έρευνα της ομάδας του Μίλερ που αναφέρεται σε άρθρο στο στο περιοδικό Discover, προέκυψαν επτά διαφορετικά αμινοξέα και 11 τύποι νουκλεοτιδικών βάσεων στον πάγο όταν αμμωνία και υδροκυάνιο αφέθηκαν σε καταψύκτη από το 1972 έως το 1997.[24][25] Το ίδιο άρθρο περιγράφει την έρευνα του Κρίστοφ Μπίμπριχερ που δείχνει τον σχηματισμό μορίων RNA μήκους 400 βάσεων, σε συνθήκες ψύχους, χρησιμοποιώντας μία μονή έλικα αλυσίδας RNA ως πρότυπο για τον σχηματισμό της καινούργιας έλικας RNA. Καθώς η νέα έλικα μεγαλώνει, προσκολλάται στο πρότυπο.[26] Η εξήγηση που έχει δοθεί για την ασυνήθιστη ταχύτητα αυτών των αντιδράσεων σε τόσο χαμηλή θερμοκρασία είναι η ευτηκτική ψύξη. Καθώς σχηματίζεται ένας κρύσταλλος πάγου, παραμένει καθαρός, μόνο τα μόρια του νερού συμβάλουν στην ανάπτυξή του, αφήνοντας εκτός άλατα ή το υδροκυάνιο. Αυτά τα μόρια περιορίζονται σε μικροσκοπικούς θύλακες υγρού μεταξύ του πάγου, με αποτέλεσμα να συγκρούονται συχνότερα.
Παραπομπές
↑ 1,01,1Wilde SA, Valley JW, Peck WH, Graham CM (January 2001). «Evidence from detrital zircons for the existence of continental crust and oceans on the Earth 4.4 Gyr ago». Nature409 (6817): 175–8. doi:10.1038/35051550. PMID11196637.
↑Cavalier-Smith, Thomas; Brasier, Martin; Embley, T. Martin (2006). «Introduction: how and when did microbes change the world?». Phil. Trans. R. Soc. B361 (1470): 845–50. doi:10.1098/rstb.2006.1847.
↑Summons, Roger E.; et al. (2006). «Steroids, triterpenoids and molecular oxygen». Phil. Trans. R. Soc. B361 (1470): 951–68. doi:10.1098/rstb.2006.1837.
↑Balme, D. M. (1962). «Development of Biology in Aristotle and Theophrastus: Theory of Spontaneous Generation». Phronesis: a journal for Ancient Philosophy7 (1–2): 91–104. doi:10.1163/156852862X00052.
↑"It is often said that all the conditions for the first production of a living organism are now present, which could ever have been present. But if (and oh! what a big if!) we could conceive in some warm little pond, with all sorts of ammonia and phosphoric salts, light, heat, electricity, &c., present, that a proteine compound was chemically formed ready to undergo still more complex changes, at the present day such matter would be instantly devoured or absorbed, which would not have been the case before living creatures were formed." written in 1871, published in Darwin, Francis, ed. 1887. The life and letters of Charles Darwin, including an autobiographical chapter. London: John Murray. Volume 3. p. 18
↑Oparin, A. I. (1924) Proiskhozhozhdenie zhizny, Moscow (Translated by Ann Synge in Bernal (1967), The Origin of Life, Weidenfeld and Nicolson, London, pages 199-234.
↑Oparin, A. I. (1952). The Origin of Life. New York: Dover.
↑Bernal, J.D. (1969). Origins of Life. London: Wiedenfeld and Nicholson.
↑Bryson, Bill (2004). A short history of nearly everything. London: Black Swan. σελίδες 300–2. ISBN0-552-99704-8.
↑Morse, J. W.; MacKenzie, F. T. (1998). «Hadean Ocean Carbonate chemistry». Aquatic Geochemistry4: 301–19. doi:10.1023/A:1009632230875.
↑Sleep, Norman H.; et al. (1989). «Annihilation of ecosystems by large asteroid impacts on early Earth». Nature342: 139–142. doi:10.1038/342139a0.
↑Maher, Kevin A.; Stephenson, David J. (1988). «Impact frustration of the origin of life». Nature331 (6157): 612–4. doi:10.1038/331612a0.
↑Robertson, Michael P.; Miller, Stanley L. (1995). «An efficient prebiotic synthesis of cytosine and uracil». Nature375 (6534): 772–774. doi:10.1038/375772a0.
↑Levy, M.; Miller, S. L.; Brinton, K.; Bada, J. L. (June 2000). «Prebiotic synthesis of adenine and amino acids under Europa-like conditions». Icarus145 (2): 609–13. doi:10.1006/icar.2000.6365. PMID11543508.
Altermann, Wladyslaw (2009). «Introduction: A Roadmap to Fata Morgana?». Στο: Seckbach, Joseph· Walsh, Maud, επιμ. From Fossils to Astrobiology: Records of Life on Earth and the Search for Extraterrestrial Biosignatures. Cellular Origin, Life in Extreme Habitats and Astrobiology. 12. Dordrecht, the Netherlands; London: Springer. ISBN978-1-4020-8836-0.
Bernal, J. D. (1967). The Origin of Life. The Weidenfeld and Nicolson Natural History. Translation of Oparin by Ann Synge. London: Weidenfeld & Nicolson.Unknown parameter |orig-date= ignored (βοήθεια)
Bock, Gregory R.· Goode, Jamie A., επιμ. (1996). Evolution of Hydrothermal Ecosystems on Earth (and Mars?). Ciba Foundation Symposium. 202. Chichester, UK; New York: John Wiley & Sons. ISBN978-0-471-96509-1.
Oparin, A.I. (1953). The Origin of Life. Translation and new introduction by Sergius Morgulis (2nd έκδοση). Mineola, NY: Dover Publications. ISBN978-0-486-49522-4.Unknown parameter |orig-date= ignored (βοήθεια)
Sheldon, Robert B. (22 September 2005). «Astrobiology and Planetary Missions». Στο: Hoover, Richard B.; Levin, Gilbert V.; Rozanov, Alexei Y. και άλλοι, επιμ. 5906. Astrobiology and Planetary Missions. Bellingham, WA: SPIE, pp. 59061I. doi:10.1117/12.663480. ISBN978-0-8194-5911-4. Proceedings of the SPIE held at San Diego, California, 31 July–2 August 2005