Γεννήθηκε στις 25 Ιουλίου του 1924 στα Φάρασα της Καππαδοκίας[4] και ήταν γιος του Προδρόμου και της Ευλογίας-Ευλαμπίας[5] Εζνεπίδη. Είχε άλλα εννιά αδέρφια: την Αικατερίνη, τη Σωτηρία, τη Ζωή, τη Μαρία, τον Ραφαήλ, την Αμαλία, τον Χαράλαμπο που είχαν γεννηθεί στα Φάρασα, ενώ η Χριστίνα και ο Λουκάς γεννήθηκαν στην Κόνιτσα, όπου είχε εγκατασταθεί η οικογένεια του Παΐσιου από το 1927.[6] Ο πατέρας του ήταν πρόεδρος του χωριού.[7] Στις 7 Αυγούστου του 1924, μια εβδομάδα πριν οι Φαρασιώτες φύγουν για την Ελλάδα, λόγω της ελληνοτουρκικής Ανταλλαγής Πληθυσμών, βαφτίστηκε από τον ιερέα της ενορίας Αρσένιο, τον οποίο η Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνώρισε ως άγιο το 1986.[8] Ο Αρσένιος επέμεινε και του έδωσε το δικό του όνομα «για να αφήσει καλόγερο στο πόδι του», όπως χαρακτηριστικά είχε πει.
Πρόσφυγας κατά την ανταλλαγή πληθυσμών
Πέντε εβδομάδες μετά τη βάπτιση του μικρού τότε Αρσένιου, στις 14 Σεπτεμβρίου του 1924 η οικογένεια Εζνεπίδη, λόγω της ελληνοτουρκικής ανταλλαγής πληθυσμών, μαζί με τα καραβάνια των προσφύγων, έφτασε στο λιμανάκι του Αγίου Γεωργίου Κερατσινίου στον Πειραιά. Στη συνέχεια μετέβη στην Κέρκυρα, όπου και τακτοποιήθηκε προσωρινά στο Κάστρο, για ενάμιση χρόνο. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Ηγουμενίτσα και κατέληξε στην Κόνιτσα, όπου ολοκλήρωσε το δημοτικό σχολείο και πήρε το απολυτήριο του «με βαθμό οκτώ και διαγωγή εξαίρετο».[7] Από μικρός συνεχώς είχε μαζί του ένα χαρτί, στο οποίο σημείωνε τα θαύματα του Αγίου Αρσενίου. Έδειχνε ιδιαίτερη κλίση προς τον μοναχισμό και διακαώς επιθυμούσε να μονάσει. Οι γονείς του χαριτολογώντας, του έλεγαν «βγάλε πρώτα γένια και μετά θα σε αφήσουμε».
Εφηβικά χρόνια και στρατιωτική θητεία
Στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι να υπηρετήσει στον στρατό, ο Αρσένιος δούλεψε σαν ξυλουργός. Όταν του παραγγελλόταν να κατασκευάσει κάποιο φέρετρο, ο ίδιος, συμμεριζόμενος τη θλίψη της οικογένειας, αλλά και τη φτώχεια της εποχής, δεν ζητούσε χρήματα.
Το 1948 ο Αρσένιος υπηρέτησε στον στρατό με την ειδικότητα του ασυρματιστή κατά τον εμφύλιο πόλεμο.[9] Γι' αυτό και πολλές εκδόσεις αφιερωμένες στη ζωή του Γέροντα τον αναφέρουν ως «Ασυρματιστή του Θεού». Μάλιστα, ο Γέροντας φέροντας ως παράδειγμα την κατά τη στρατιωτική του θητεία αυτή ιδιότητα, απάντησε σε κάποιον που αμφισβητούσε τη χρησιμότητα της μοναχικής ζωής ότι οι μοναχοί είναι «ασυρματιστές του Θεού», εννοώντας τη θερμή τους προσευχή και την έγνοια τους για την υπόλοιπη ανθρωπότητα. Απολύθηκε από τον στρατό το 1949.
Τα πρώτα χρόνια του μοναστικού βίου
Ο Αρσένιος εισήλθε πρώτη φορά στο Άγιο Όρος για να μονάσει το 1949, αμέσως μετά την απόλυσή του από τον στρατό. Όμως επέστρεψε στα κοσμικά για ένα χρόνο ακόμα, προκειμένου να αποκαταστήσει τις αδελφές του, έτσι το 1950 πήγε στο Άγιο Όρος. Αρχικά κατέλυσε στη σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος, στο κελί των Εισοδίων της Θεοτόκου. Εκεί γνώρισε τον πατέρα Κύριλλο που ήταν Καθηγούμενος στη Μονή και τον ακολούθησε πιστά.
Λίγο αργότερα αποχώρησε από τη μονή και κατευθύνθηκε στη Μονή Εσφιγμένου. Εκεί, στις 27 Μαρτίου 1954, τελέσθηκε η τελετή της «ρασοευχής» και πήρε το πρώτο όνομά του που ήταν Αβέρκιος. Και εκεί, αμέσως ξεχώρισε για την εργατικότητά του, τη μεγάλη αγάπη και κατανόηση που έδειχνε για τους αδελφούς του, την πιστή υπακοή στον γέροντά του, την ταπεινοφροσύνη του, αφού θεωρούσε εαυτόν κατώτερο όλων των μοναχών στην πράξη. Προσευχόταν έντονα. Ανάμεσα στα αγαπημένα του αναγνώσματα ήταν οι ρήσεις των Πατέρων της ερήμου και ο Αββάς Ισαάκ ο Σύρος.[8]
Λίγο αργότερα, αναχώρησε από τη μονή Εσφιγμένου και κατευθύνθηκε προς τη Μονή Φιλοθέου, που ήταν ιδιόρρυθμο μοναστήρι, όπου μόναζε και ένας θείος του. Η συνάντησή του όμως με το γέροντα Συμεών ήταν καταλυτική για την πορεία και διαμόρφωση του μοναχικού χαρακτήρα του Παϊσίου. Στις 3 Μαρτίου 1957 χειροθετήθηκε «Σταυροφόρος» και πήρε το «Μικρό Σχήμα». Τότε ήταν τελικά που ονομάστηκε και «Παΐσιος», προς τιμήν του ΜητροπολίτηΚαισαρείας Παϊσίου του Β', ο οποίος ήταν και συμπατριώτης του από την Καππαδοκία.[10]
Το 1958, ύστερα από «εσωτερική πληροφόρηση», πήγε στο Στόμιο Κονίτσης. Εκεί πραγματοποίησε έργο το οποίο αφορούσε στους ετερόδοξους αλλά περιελάμβανε και τη βοήθεια των βασανισμένων και φτωχών Ελλήνων, είτε με φιλανθρωπίες, είτε παρηγορώντας τους και στηρίζοντάς τους ψυχολογικά, με τον λόγο του Ευαγγελίου. Επί τέσσερα έτη έμεινε στην Ιερά Μονή Γενεθλίων της Θεοτόκου στο Στόμιο, όπου αγαπήθηκε πολύ από τον λαό της περιοχής για την προσφορά και τον χαρακτήρα του.[11]
Στο Όρος Σινά
To 1962 πήγε στην Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης Όρους Σινά, όπου παρέμεινε για δύο χρόνια στο κελί των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης.[12][13] Έγινε ιδιαίτερα αγαπητός στους Βεδουίνους, δίνοντάς τους τρόφιμα με χρήματα από την πώληση στους προσκυνητές ξύλινων σταυρών που έφτιαχνε ο ίδιος.[8]
Επιστροφή στο Άγιο Όρος
Το 1964 επέστρεψε στο Άγιο Όρος και έμεινε στη Σκήτη Τιμίου Προδρόμου Ιβήρων. Την εποχή εκείνη ήταν υποτακτικός του Ρώσου μοναχού Τύχωνα,[14] μέχρι τον θάνατό του το 1968, μετά τον οποίο, ακολουθώντας την επιθυμία του Τύχωνα, έμεινε στο κελί του για έντεκα χρόνια. Τον ίδιο χρόνο, συμβούλεψε έναν από τους κοντινότερους μαθητές του, τον Βασίλειο Γοντικάκη, να γίνει ηγούμενος για να βοηθήσει την ανακατασκευή της Ιεράς Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής Σταυρονικήτα, που ήταν σημαντικό βήμα για την αναβίωση του μοναχισμού στον Άθω.[15] Ο Γέροντας Παΐσιος ευλαβείτο πολύ τον Γέροντά του, Τύχωνα, και πάντα μιλούσε με συγκίνηση γι' αυτόν.
Ασθένεια και νοσηλεία στη Θεσσαλονίκη
Το καλοκαίρι του 1965 ο Άγιος Παΐσιος γνωρίσθηκε με τον συμπατριώτη του Μικρασιάτη, Γέροντα Πολύκαρπο Μαντζάρογλου. Ο πατήρ Πολύκαρπος ενεργοποίησε τα πνευματικά του παιδιά, γιατρούς και νοσοκόμες, ώστε να εξετασθεί ο Άγιος Παΐσιος και να ακολουθήσει κατάλληλη περίθαλψη λόγω των προβλημάτων υγείας που εμφάνισε. Οι ιατροί συνέστησαν χειρουργική επέμβαση λόγω εκτεταμένης βρογχεκτασίας αριστερού πνεύμονος. Όμως ο άγιος παρακάλεσε τον π. Πολύκαρπο να μην προχωρήσουν οι διαδικασίες για να επιστρέψει στο Άγιο Όρος. Αργότερα ο άγιος Παΐσιος επανήλθε στη Θεσσαλονίκη για να συναντήσει εκ νέου τον π. Πολύκαρπο Μαντζάρογλου, και να πραγματοποιηθεί η επέμβαση. Αυτή τη φορά ο άγιος έδωσε τη σειρά του σε ένα άρρωστο παιδί το οποίο νοσηλευόταν στο Νοσοκομείο "Γεώργιος Παπανικολάου" διότι είχε μέσα σε κάποιο βρόγχο του ένα φυλλαράκι από πουρνάρι και αυτό το έκανε και υπέφερε. Έτσι η δική του επέμβαση καθυστέρησε και πάλι.
Ο άγιος Παΐσιος εισήχθη μετέπειτα στο Νοσοκομείο "Γεώργιος Παπανικολάου" της Θεσσαλονίκης και υποβλήθηκε σε εγχείρηση μερικής αφαίρεσης πνεύμονα.[16] Στο Νοσοκομείο χρειάσθηκε να παραμείνει περισσότερο από δύο μήνες. Καθώς οι τομές ήταν εκτεταμένες, ο γιατρός υπέδειξε να βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη ένα μήνα ακόμη. Με μέριμνα του π. Πολυκάρπου βρέθηκε οικία στην πόλη όπου φιλοξενήθηκε ο άγιος, μέχρι να αναρρώσει και να επιστρέψει στο Άγιο Όρος.
Ο Άγιος Παΐσιος, όταν έβγαινε από το Άγιον Όρος για λόγους υγείας φιλοξενούνταν στο Ησυχαστήριο της Μονής Σουρωτής και εκεί συναντούσε τον πατέρα Πολύκαρπο Μαντζάρογλου, ο οποίος ήταν Πνευματικός του Ησυχαστηρίου, και συζητούσαν ανταλλάσσοντας πνευματικές εμπειρίες. Η συμβολή του Αγίου στον πνευματικό καταρτισμό των μοναζουσών ήταν πολύτιμη και έτσι ο πατήρ Πολύκαρπος έφτιαξε ένα κελλάκι στο βουνό, για να μένει ο Άγιος Γέροντας Παΐσιος όταν επισκεπτόταν το Ησυχαστήριο.[17]
Στο Άγιον Όρος (Κατουνάκια, Σταυρονικήτα, Παναγούδα)
Επέστρεψε στο Άγιο Όρος μετά την ανάρρωσή του και το 1967 μετακινήθηκε στα Κατουνάκια, και συγκεκριμένα στο Λαυρεώτικο κελί του Υπατίου. Μετά μεταφέρθηκε στη Μονή Σταυρονικήτα όπου βοήθησε σημαντικά σε χειρωνακτικές εργασίες, συνεισφέροντας στην ανακαίνιση του μοναστηριού.
Το 1979 αποχώρησε από τη σκήτη του Τιμίου Σταυρού και κατευθύνθηκε προς τη Μονή Κουτλουμουσίου. Εκεί εντάχθηκε στη μοναχική αδελφότητα ως εξαρτηματικός μοναχός. Η Παναγούδα ήταν ένα κελί εγκαταλελειμμένο και ο Παΐσιος εργάστηκε σκληρά για να δημιουργήσει ένα κελί με «ομόλογο», όπου και έμεινε μέχρι και το τέλος τη ζωής του. Από την εποχή που εγκαταστάθηκε στην Παναγούδα πλήθος λαού τον επισκεπτόταν. Ήταν μάλιστα τόσο το πλήθος ώστε να υπάρχουν και ειδικές σημάνσεις που επεσήμαναν τον δρόμο προς το κελί του, ώστε να μην ενοχλούν οι επισκέπτες τους υπολοίπους μοναχούς.
Επίσης δεχόταν πάρα πολλές επιστολές. Όπως έλεγε ο γέροντας στενοχωρείτο πολύ, γιατί από τις επιστολές μάθαινε μόνο για διαζύγια και ασθένειες ψυχικές ή σωματικές. Παρά το βεβαρημένο πρόγραμμά του, συνέχιζε την έντονη ασκητική ζωή, σε σημείο να ξεκουράζεται ελάχιστα, 2 με 3 ώρες την ημέρα. Εξακολούθησε όμως να δέχεται και να προσπαθεί να βοηθήσει τους επισκέπτες. Συνήθιζε επίσης να φτιάχνει «σταμπωτά» εικονάκια τα οποία χάριζε στους επισκέπτες σαν ευλογία.
Νέα προβλήματα υγείας
Κάποια στιγμή, ενώ εργαζόταν στην πρέσα που είχε στο κελί του, έπαθε βουβωνοκήλη. Αρνήθηκε να νοσηλευτεί και υπόμεινε καρτερικά την ασθένεια, η οποία του έδινε φοβερούς πόνους για τέσσερα ή πέντε χρόνια. Κάποια μέρα σε μια επίσκεψή του στη Σουρωτή, γνωστοί του γιατροί τον μετέφεραν στο Αντικαρκινικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης Θεαγένειο, όπου και χειρουργήθηκε. Ο Γέροντας συνέχισε, παρά την αντίθεση των γιατρών, τη σκληρή ασκητική ζωή και τις χειρωνακτικές εργασίες κάτι που επιδείνωσε περαιτέρω την κατάσταση της υγείας του.
Μετά το 1993 παρουσίαζε αιμορραγίες για τις οποίες αρνούνταν να νοσηλευτεί λέγοντας ότι «όλα θα βολευτούν με το χώμα». Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους βγήκε για τελευταία φορά από το Άγιο Όρος και πήγε στην Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου (Σουρωτή Θεσσαλονίκης) για τη γιορτή του Αγίου Αρσενίου[18] (10 Νοεμβρίου). Εκεί έμεινε για λίγες μέρες και ενώ ετοιμαζόταν να φύγει ασθένησε και μεταφέρθηκε στο Θεαγένειο, όπου έγινε διάγνωση για όγκο στο παχύ έντερο. Θεώρησε τον καρκίνο εκπλήρωση αιτήματός του προς τον Θεό και ωφέλιμο για την πνευματική του υγεία. Στις 4 Φεβρουαρίου του 1994 χειρουργήθηκε.
Παρότι η ασθένεια δεν έπαυσε, αλλά παρουσίασε μεταστάσεις στους πνεύμονες και στο ήπαρ, ο Γέροντας ανακοίνωσε την επιθυμία του να επιστρέψει στο Άγιον Όρος στις 13 Ιουνίου. Ο υψηλός πυρετός όμως και η δύσπνοια τον ανάγκασαν να παραμείνει.
Το τέλος της ζωής του
Στο τέλος του Ιουνίου, οι γιατροί του ανακοίνωσαν ότι τα περιθώρια ζωής του ήταν δύο με τρεις εβδομάδες το πολύ. Τη Δευτέρα 11 Ιουλίου (γιορτή της Αγίας Ευφημίας) κοινώνησε για τελευταία φορά γονατιστός μπροστά στο κρεβάτι του. Τις τελευταίες μέρες της ζωής του αποφάσισε να μην παίρνει φάρμακα ή παυσίπονα, παρά τους φρικτούς πόνους της ασθένειάς του. Τελικά απεβίωσε την Τρίτη 12 Ιουλίου1994 και ώρα 11:00 σε ηλικία 69 ετών και ενταφιάστηκε στην Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου (Σουρωτή Θεσσαλονίκης). Έκτοτε, κάθε χρόνο στις 11 προς 12 Ιουλίου, στην Εορτή του, τελείται αγρυπνία στο Ιερό Ησυχαστήριο, με συμμετοχή χιλιάδων πιστών.[19]
Εδώ τελείωσε η ζωή, εδώ και η πνοή μου, εδώ το σώμα θα θαφτή, θα χαίρη κι η ψυχή μου. Ο Άγιός μου κατοικεί, αυτό είναι τιμή μου. Πιστεύω Αυτός θα λυπηθή την άθλια ψυχή μου. Θα εύχεται στον Λυτρωτή νά 'χω την Παναγιά μαζί μου.
Μοναχός Παΐσιος Αγιορείτης
(Τα λόγια του ίδιου του Αγίου χαραγμένα στην πλάκα του μνήματός του)
Προσεύχονταν μυστικά (Ματθ. 6,5-6) καθημερινά νυχθημερόν στον Χριστό και την Παναγία πολλές ώρες, για όλο τον κόσμο, τους ανθρώπους, ολόκληρη τη φυσική δημιουργία, υπέρ της Ειρήνης του σύμπαντος κόσμου, προτιμώντας κάποιες φορές να προσεύχεται για τους απόντες από το να ανοίγει την πόρτα της καλύβας του σε παρόντες επισκέπτες, ενώ απέφευγε κάθε εντυπωσιασμό (Ματθ. 4, 5-10).
Όταν για ποιμαντικούς λόγους χρησιμοποιούσε το προορατικό πνευματικό χάρισμα που του είχε χαρίσει ο Θεός, αποκαλύπτοντας κάτι για να βοηθήσει κάποιον, του ζητούσε να μην το πει σε άλλους, (Λουκά 8, 52) γιατί κάθε συμβουλευτικός του λόγος ταίριαζε εξατομικευμένα [21] στο πρόσωπο που είχε μπροστά του. Κάποιοι, δεν το τηρούσαν, κι αυτό τον στενοχωρούσε. Λυπόταν όταν πληροφορούνταν ότι ορισμένοι παρέμεναν στην αποκάλυψη μιας σκέψης τους, ή ενός προτέρου γεγονότος από τη ζωή τους, χωρίς να προχωρήσουν στο σκοπό (Ιω 5, 1-14) που είχε η αποκάλυψη, δηλαδή στην ταπείνωση, τη μετάνοια [22] και την αλλαγή τρόπου ζωής. Συχνά έλεγε σε επισκέπτες που του ανέφεραν προφορικά ή γραπτά, λόγια, που υποτίθεται ότι είχε πει σε άλλους: "εγώ παιδί μου αυτό δεν το έχω πει, πώς τα βγάζουν αυτά".
Μιλούσε εναντίον της θρησκοληψίας και της αναζήτησης θαυμάτων, (Ιω 20,29) ενώ δίδασκε την αδιάλειπτη προσευχή[23], την εν ταπεινώσει μίμηση της ζωής των αγίων και όχι απλά την επίκλησή τους προς το θεαθήναι. Συνιστούσε την ενεργό συμμετοχή στο σώμα της εκκλησίας με αγάπη, προσευχή, ταπείνωση, προσωπική πνευματική άσκηση [22][23] και σεβασμό στο Συνοδικό Σύστημα της Εκκλησίας, χωρίς επιδίωξη συμφερόντων, δύναμης ή επιρροής. Συνιστούσε να υπάρχει θάρρος ομολογίας της πίστης με διάκριση[24] και σύνεση [25] στις πράξεις και συμπεριφορές των πιστών, ώστε να μην δίνονται αφορμές για ευτελισμό (Α’ Κορ. 1, 17) της διδασκαλίας του Χριστού και της Εκκλησίας. Έλεγε συχνά στους επισκέπτες του προσκυνητές, ότι "το μεγαλύτερο θαύμα είναι η ταπείνωση (Λουκ. 18, 10-14) σύμφωνα με το παράδειγμα του Χριστού (Φιλιπ. 2,7) και η μετάνοια" (Ματθ. 4, 17).
Mιλούσε με λόγια απλά, με αγάπη, και βαθιά κατανόηση του άλλου, κοιτάζοντας στα μάτια τον συνομιλητή του, με βλέμμα φωτεινό, ειρηνικό και πρόσχαρο, προσφέροντάς του λουκουμάκι και δροσερό νερό, στο λιτό "καθιστικό" από κούτσουρα κυπαρισσιού, έξω από το φτωχικό κελί του στην "Παναγούδα" [26] στις ΚαρυέςΑγίου Όρους, το οποίο ανακαινίστηκε μετά την κοίμησή του.
Συγγραφικό έργο
Ο Γέροντας Παΐσιος συνέγραψε 4 βιβλία, τα οποία έχουν εκδοθεί από το Ιερό Ησυχαστήριο «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος» Σουρωτής Θεσσαλονίκης. Τα βιβλία αυτά τιτλοφορούνται:[21]
Σημεία των καιρών 666, Άγιον Όρος - Κουτλουμουσιανό Κελλί «Παναγούδα», 1987.[29]
Είναι γνωστά και δύο ποιήματα που έγραψε ο Άγιος Παΐσιος:[30]
Ένα ποίημα, με ημερομηνία 3-5-1957, δηλαδή δύο μήνες μετά την κουρά του σε μικρόσχημο μοναχό στη Μονή Φιλοθέου του Αγίου Όρους, αφιερωμένο στη μητέρα του, με το οποίο την αποχαιρετά και της γνωστοποιεί ότι πάει να μονάσει.[31]
Και ένα ποίημα, το οποίο έγραψε στις 24 Ιουνίου 1994, δηλαδή λίγες ημέρες πριν την κοίμησή του, και το οποίο αναγράφηκε στη μαρμάρινη πλάκα που υπάρχει στον τάφο του.[32]
Ο πρώτος στην Ελλάδα ενοριακός ναός που είναι αφιερωμένος στον Άγιο είναι εκείνος που βρίσκεται στη Νέα Έφεσο Πιερίας[33] και στην Κύπρο ο Ιερός Ναός Αγίων Παϊσίου Αγιορείτου και Αρσενίου Καππαδόκου στην Εκάλη της Λεμεσού.[34]
Άλλοι ναοί του υπάρχουν στα Ιωάννινα, στο Ναύπλιο, στη Μεσαριά Θήρας, στις Γούρνες Πεδιάδος Ηρακλείου, στις Κάτω Γούβες Ηρακλείου, στη Φθιώτιδα κ.α.[35][36]
Ήδη πριν από τον θάνατο του Αγίου Παΐσιου, είχε αρχίσει να σχηματίζεται ένας μύθος γύρω από το όνομά του. Στη μοναστική κοινότητα του Άθω κάποιοι παλαιότεροι μοναχοί και ζηλωτές, όπως εκείνοι της Μονής Εσφιγμένου, του ασκούσαν κριτική.[40] Σύμφωνα με τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο, ο Παΐσιος ήταν ένας από τους υπεύθυνους για την αναβίωση του μοναχισμού στο Άγιο Όρος, που βρισκόταν σε παρακμή ως τη δεκαετία του 1960.[41] Στην Ελλάδα και στο Άγιο Όρος είναι γνωστός μαζί με τον Άγιο Πορφύριο ως θαυματουργός και θεραπευτής.[42]
Η θαυματολογία γύρω από τον γέροντα Παΐσιο έχει ως αποτέλεσμα εκατοντάδες άτομα να επισκέπτονται καθημερινά τη Μονή Αγίου Ιωάννη Θεολόγου στη Σουρωτή, η οποία είναι γνωστή και με το όνομά του, για να προσκυνήσουν το μνήμα στο οποίο αναπαύεται.[40] Κυκλοφορούν επίσης δεκάδες βιβλία με διδασκαλίες του και προφητείες του ίδιου, που έχουν να κάνουν με διάφορα θέματα, από το τέλος του κόσμου ως την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης και αλβανικών εδαφών από την Ελλάδα, (συγκεκριμένα της Βορείου Ηπείρου) και τη διάλυση της Τουρκίας καθώς και της Βόρειας Μακεδονίας. Το ενδιαφέρον για τον Παΐσιο ενισχύθηκε ιδιαίτερα την περίοδο της ελληνικής οικονομικής κρίσης.[43][44]
Ο άγιος τιμήθηκε με εκδηλώσεις και σε ορθόδοξους οργανισμούς της Ρωσίας, και βιβλίο σχετικό με τη ζωή του μεταφράστηκε στα ρωσικά.[45]
Το 2016 δημιουργήθηκε ντοκιμαντέρ για τη ζωή του Αγίου Παϊσίου[46] από το POKROV Film Studio, το οποίο έχει έδρα τη Μόσχα, και το Πατριαρχείο Μόσχας και πασών των Ρωσσιών. Οικονομικός αρωγός σε αυτήν την προσπάθεια υπήρξε το Ομοσπονδιακό Πρακτορείο Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, το οποίο υπάγεται στο υπουργείο Τηλεπικοινωνιών και ΜΜΕ της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Σε αυτό το ντοκιμαντέρ απαθανατίζονται επίσκοποι, μοναχοί και λαϊκοί, να καταθέτουν τις εμπειρίες τους σχετικά με τον Άγιο Παΐσιο.[47]
Το 2022 προβλήθηκε από τον τηλεοπτικό σταθμό Mega Channel η ιστορική, βιογραφική σειρά με τον τίτλο «Άγιος Παΐσιος – Από τα Φάρασα στον Ουρανό». Χαρακτηριστικό της υπήρξε η τεράστια υποδοχή από το τηλεοπτικό κοινό, το πρώτο επεισόδιο της οποίας παρακολούθησαν 1.597.820 τηλεθεατές, ενώ το υψηλότερο ποσοστό που σημειώθηκε σε επιμέρους κατηγορία κοινού άγγιξε το 40,6%.[48][49] Στο δεύτερο επεισόδιο η απήχηση της σειράς αυξήθηκε σε 1.610.519 τηλεθεατές.[50] Παρόμοια επιτυχία είχε και στην Κύπρο. όπου η σειρά μεταδόθηκε από τον τηλεοπτικό σταθμό Alpha Κύπρου, το πρώτο επεισόδιο της οποίας ξεπέρασε το 30% τηλεθέασης στο γενικό σύνολο, σημειώνοντας ποσοστό μέχρι και 30,6%.[51]
Chryssavgis, John (2002). «Paths of Continuity: Contemporary Wintesses of the Hesychast Experience». Στο: Cutsinger, James S., επιμ. Paths to the Heart: Sufism and the Christian East. Louisville, KY: Fons Vitae. σελίδες 112–139.